Thursday, December 25, 2008

Christmaslessness 2008



Garden tree lights dazzle dawn cats,
Doorstep carols dumbfound male nightingales,
Should we keep it in a human nest?
11-12-07

Friday, November 28, 2008

πρόσκληση σε ποιητική βραδιά φίλης

Η Σοφία Κολοτούρου αντιμετωπίζει τη δυσκολία της με τους πιο απίθανους τρόπους και ακυρώνει τους διστακτικούς. Να διαβάσουμε όλοι αυτή την ποιητική συλλογή

Saturday, September 06, 2008

Πίσω από την κίτρινη γραμμή

І
Γύρω στα μέσα της επόμενης εποχής, μόλις πριν ξεγυμνωθούν τα ελάχιστα ντροπαλά φυλλοβόλα του περιβολιού της μαμάς έξω απ’ το χωριό, προβλέπω μέρες ηλιόλουστες...
- «Μπα, όχι βέβαια...Ούτε και σκόπευα ποτέ να σπουδάσω κάτι τέτοιο, θα σταματήσω το κολλέγιο αμέσως, με πάει πολύ πίσω...»
Τώρα τελευταία ανοίγουν για μένα δουλειές που θα άξιζαν σε άλλους πιο πολύ. Δε θα σταθώ τυχερός, το αρνιέμαι, ή, μάλλον, δεν θα αφήσω τη μοίρα να υπερισχύσει του ελέγχου και της επιθυμίας μου. Ορίστε, το είπα. Νοιώθω ξαλαφρωμένος, θα κάνω ότι θέλω, φέτος. Για το καλό μου και το καλό τους πρέπει να ηρεμήσω.
Το μόνο που χρειάστηκε ήταν να περάσω ένα πάρα πολύ αγχωτικό καλοκαίρι πουλώντας συνέχεια ψεύτικο στυλ, προσποίηση υπέρ του δέοντος και λευκά ψέματα για το ποιος είμαι. Κατάφερα έτσι να πείσω ιθύνοντες της μόδας και μη, αλλά κυρίως αυτούς, ότι είμαι ένα καταξιωμένο μοντέλο. Έπεισα όλους τους καινούριους μου φίλους (αφού ταχυδακτυλουργικά, σχεδόν, εξαφάνισα όλους τους παλιούς που δεν μου έκαναν). Φυσικά και στους μεν και στους δε υπήρξαν και οι επιδεικτικά δύσπιστοι, οι διορατικοί, οι κασσανδρικοί, ή κοινώς, άμα θες, οι καχύποπτοι... (Λες κι ήμουν ύποπτος για κάτι). Και μ’ αυτούς τα έβγαλα πέρα...Τώρα νομίζουν ότι είμαι ένα πολύ καλό μοντέλο που δεν του δόθηκαν οι κατάλληλες ευκαιρίες...
Ειδικά αυτοί οι ιθύνοντες, οι προ του παρόντος αναφερθέντες, οι φωτογράφοι, δηλαδή, και οι στυλίστες και οι μόδιστροι και οι ιδιοκτήτες των πρακτορείων, έχουν προθυμοποιηθεί να με προωθήσουν χωρίς ανταλλάγματα.
...Χωρίς ανταλλάγματα! Λες και δε με ποθούν και δε θα έδιναν τα πάντα για ένα βράδυ στο κρεβάτι μαζί μου. Έκλειναν τις οδούς του λίμπιντο, για να μη γευτούν το μέλι που στάζω.
Σε παραλίες με μαγιό έβαζαν πετσέτες στα μούτρα με αφορμή τον ήλιο, για να αρνηθούν τη δικιά μου ακτινοβολία... Στις παραλίες γυμνιστών έβαζαν κουβέρτα στα αχαμνά τους να κρύψουν το ενδιαφέρον τους.
Όσο εγώ περπατούσα την πασαρέλα της άμμου.
Αντιστέκονταν.
Υποσυνείδητα είχαν συλλάβει τη μέθοδο προσποίησης που ανέπτυξα κι αμύνθηκαν. Στο συνειδητό τους όμως, ευτυχώς, εμφυτεύτηκε το σύνολο των εικόνων (πόζες, στήσιμο, εκφραστικότητα) ενός καλού μοντέλου... Και οι πιο πολλοί από αυτούς τους περίεργους ανθρώπους παύουν να ακολουθούν το ένστικτό τους, χαμένοι στις φοβίες τους, για να κυριευθούν από τη λογική. Κι έτσι προχωρώ με πλήρη αποδοχή χωρίς να δίνω τίποτα από εμένα.

II
...Γι’ αυτό προβλέπω πάρα πολλές δουλειές αυτό το φθινόπωρο, πάλι μακριά απ’ την οικογένεια μου, σε μια πόλη που θεωρεί το «εν μέρει» είναι μου να είναι μοντέλο, το συλλαμβάνει ως ολοκληρωτικό και αγνοεί παντελώς τον πραγματικό (σκόπιμα υποθάλποντα) μου εαυτό...
Οι δουλειές αυτές θα μου φέρουν πολύ χρήμα, περισσότερο απ’ ότι πέρυσι που άργησαν τα φύλλα να πέσουν κι εγώ περίμενα σα βλάκας τη φωτογράφηση για το ημερολόγιο που θα έβγαινε για το τρέχων έτος, αφού για το φθινόπωρο χρειαζόμουν δέντρα γυμνά!
Συγκριτικά με τα δέντρα της μαμάς μου, που είναι τα πλέον επιδεικτικά, τα δέντρα αυτής της πόλης είναι ντροπαλότατα και πέρυσι δεν είχα αμάξι, λεφτά για ταξί ή φίλους για να με πάρουν (μαζί με τη φωτογραφική μου μηχανή) σε χώρο εκτός, με κίτρινα φύλλα να σχηματίζουν φυσικό χαλί...
Φέτος δικαιούμαι μαθητική άδεια αυτοκινήτου. Έχω πάρει αμάξι με δανεικά λεφτά αφού φρόντισα να αποκτήσω και μερικούς πλούσιους «φίλους» και ελπίζω να τους τα ξεπληρώσω με τις δουλειές που περιμένω. Είναι παλιό το αμάξι, γαλάζιο σε αμερικάνικο στυλ, υπερμεγέθες σε σύγκριση με τα άλλα οχήματα που κυκλοφορούν σ’ αυτή την πόλη, εξαιρουμένων των μεταφορικών για προϊόντα και των λεωφορείων. Δύσκολα βρίσκω χώρο να σταθμεύσω. Νιώθω ότι η κίτρινη γραμμή στην άσφαλτο επάνω είναι σκόπιμα αδιάκοπη και αποτελεί μέρος του πολεοδομικού πλάνου που είναι η συμβολική έκφραση της υποσυνείδητης απέχθειας αυτής της πόλης προς εμένα, επειδή η ευμορφία του εξωτερικού μου περιβλήματος ξεγελάει τον πληθυσμό που τη διακοσμεί και την κάνει σημαντική, χωρίς η ίδια να μπορεί να αντιδράσει.
Η ανήμπορη πόλη.
Τα δέντρα στο πάρκο και στις αυλές.
Αλλά και πάλι, στο συνειδητό της κι αυτή η ίδια η πόλη που αποφορτίστηκε απ’ το δέκτη ενεργείας μου, με δέχεται και χειροκροτεί πολύ τακτικά, σε κλειστές αίθουσες, όταν έξω βρέχει, την παρουσία μου σε επιδείξεις μόδας.

ІІІ
Επί εβδομάδες εξιχνίαζα για να λύσω το μυστήριο της κίτρινης γραμμής, να βρω μια δίοδο προς ένα χώρο ευγενικό και καταδεκτικό, να παρκάρω επιτέλους να πάψω να οδηγώ ασταμάτητα, μέρα-νύχτα. Θα μου τελείωναν τα δανεικά που μεταποιώ σε καύσιμα και θα αναγκαζόμουν να παρκάρω παράνομα...
- «Πώς με κοιτάς έτσι λες κι αντικρίζεις τους Βαβυλώνιους κήπους μαραμένους και άχρωμα τα παραδείσια πουλιά;» της λέω, κι αυτή με το απέραντο κίτρινο κλισέ χαμόγελο, συνεχίζει το δρόμο της.
Στη δύναμη του νόμου πάντα ενδίδω, είν’ ο μόνος μου φίλος, ο μόνος αντικειμενικός κριτής που έχω, ο μοναδικός που δε με βλέπει σα μοντέλο, που δε με ποθεί... Λες η κίτρινη γραμμή να του είναι κάτι σαν... ερωμένη; Ή να θέλουν μαζί μου κάνα τρίο; Με τίποτα, το κεφάλαιο αυτό είναι κλειστό, μέχρι να ενηλικιωθώ. Το λέει η μαμά και το εννοεί. Αλλά η ίδια δεν με ενηλικιώνει με μια της κουβέντα, έστω, που δεν μπορώ να την φανταστώ, γιατί θα την έλεγα ο ίδιος στον εαυτό μου, θα παρίστανα τη μάνα μου με μια περούκα στον καθρέφτη και θα μου έλεγα, ας πούμε,
-«Από τώρα θέλω να αρχίσεις να σκέφτεσαι για το μέλλον σου με μια σοβαρή κοπελιά» Αυτό θα με πλήγωνε, σίγουρα, διώξιμο, κλωτσηδόν, αλλά πάλι δεν ξέρω αν έτσι θα ενηλικιωνόμουνα. Μα δε θα μου έλεγε κάτι τέτοιο ποτέ.
Γιατί κι η ίδια μου η μάνα με θέλει, το οιδιπόδειο της βλέμμα διαγράφει πορεία που μοιάζει με βέλος ευθυτενές και ταχύτατο, που σημαδεύει κατευθείαν στην καρδιά μου...
Η ασπίδα μου είν’ από χαρτί, δύσκολα αντιστέκομαι, γι’ αυτό πάντα τρέχω απ’ τη μάνα μου μακριά με κατεύθυνση προς το νόμο...
Η κίτρινη γραμμή δε με νίκησε και δε θα με νικήσει ποτέ. Απεγνωσμένος με πρησμένα μάτια από αϋπνία προχθές, καθώς ακολουθούσα παντού την πορεία της, είδα ένα πέπλο ομίχλης αριστερά μου να καλύπτει ένα χώρο μεγάλο που ήταν περιτριγυρισμένος με τείχη που το ύψος τους συνέπιπτε με το βάθος που βρισκόταν ο χώρος αυτός. Ένας χώρος γύρω στα είκοσι μέτρα πιο χαμηλά απ’ τη στάθμη που απλωνόταν, σ’ όλη την επιφάνεια της πόλης, η κίτρινη γραμμή. Σε δευτερόλεπτα μέσα, η κίτρινη γραμμή άρχισε να κλίνει προς τα αριστερά, να κατηφορίζει και ανεξήγητα να ασπρίζει. Αφού προχώρησα, πάντα οδηγώντας προς το κέντρο βάρους αυτού του δυσδιάκριτου επιπέδου, η λευκή πια γραμμή πήρε τη μορφή τετραγώνων και με τη δυσκολία οπτικής επισφράγισης να μ’ εμποδίζει, πλεύρισα ένα όγκο και με το δεξί χέρι έξω απ’ το παράθυρο άγγιξα μια λεία επιφάνεια μεταλλική.
Ήταν ένα αμάξι σταθμευμένο σε ένα τετράγωνο από λευκή γραμμή. Υπήρχαν πολλοί τέτοιοι όγκοι στοιχισμένοι σύμφωνα με τα κριτήρια των κατοίκων αυτής της πόλης που κατάφεραν με θεμιτά ή μη μέσα να πάρουν άδεια οδηγήσεως μετά τα δεκαοκτώ τους χρόνια. Βρισκόμουν σε ένα τεράστιο χώρο σταθμεύσεως κι αν έβρισκα οποιοδήποτε τετράγωνο κενό, θα μπορούσα να σταματήσω και να σβήσω το αμάξι και να πάω στην γκαρσονιέρα μου, να κοιμηθώ επιτέλους.
...Αυτό έκανα και δε με πείραξε καθόλου που πήγα με τα πόδια και δεν πήρα ταξί αφού λεφτά δεν είχα δανειστεί για να τα μεταποιώ σε συμβολικούς αριθμούς αναγραμμένους σε ταξίμετρα που δήθεν μεταφράζουν τις αποστάσεις σε χρήμα λες και υπήρξε ποτέ το μέτρο απόστασης κριτήριο για το ποσόν αξίας της κίνησης (ή της ακινησίας). Αλήθεια, γιατί δεν αντιδρά ο Σύνδεσμος Μαθηματικών;

IV
...Με πείραξε όμως πάρα πολύ το γεγονός ότι το πρωί που πήγα να πάρω το αμάξι, είδα στο τζάμι κάτω απ’ τον αριστερό καθαριστήρα, αυτό που δε λειτουργεί μια κλήση που έλεγε ότι δεν είχα πληρώσει για το παρκάρισμα μου εκεί. Πώς να είχα δει με όλη εκείνη την ομίχλη τις απεχθείς συσκευές που απαιτούν κέρματα για ν’ αποτυπώσουν σ’ ένα αυτοκόλλητο χαρτί τον αντίστοιχο χρόνο δικαιώματος για παρκάρισμα;
Κι ακόμη περισσότερο με πείραξε που είδα τον πατέρα μου, που ξαφνικά βρέθηκε να εργάζεται ως αντιπρόσωπος του νόμου αυτής της πόλης, εν στολή, στην άλλη γωνιά του καθ’ όλα φιλόξενου αυτού χώρου, να γράφει κλήσεις σε παράνομους αγνώστους που δεν είναι μοντέλα, ούτε καν παιδιά του, και να τις τοποθετεί κάτω από καθαριστήρες που μάλλον δεν λειτουργούν κι όταν βρέχει δεν χρησιμεύουν σε τίποτα...
Σήμερα έπεσαν τα πρωτοβρόχια κι αυτό θα επισπεύσει αυτή την ανεξήγητη τάση της μερίδας των δέντρων, που δεν είναι αειθαλή, να ρίχνουν τα φύλλα τους. Που, βεβαίως, θα εξηγείτο ευκολότερα, αν οι επιστάτες έδιναν αρκετές πληροφορίες στους βοτανολόγους για να εξηγήσουν, πρώτα, γιατί τα αειθαλή κρατούν τα φύλλα τους αιώνια (με την κυριολεκτική έννοια του χρονικού επιρρήματος).
Οι επιστάτες.
Η επιστήμη.
Εγώ.

V
Αν γνώριζαν οι γονείς μου το αμάξι, δε θα με κατήγγελλε ο πατέρας μου. Κι αν δεν μάθω και τι κάνει εδώ στην πόλη, μακριά από τη μητέρα μου μετά από τόσα χρόνια, θα αρχίσω να νομίζω ότι τελικά η πόλη έχει μέθοδο.
Με ακάθαρτη συνείδηση τώρα απέναντι στον πολυτιμότερό μου φίλο, το Νόμο, πώς να έχω καθάριο και διαπεραστικό βλέμμα στις φωτογραφίσεις οποιασδήποτε εποχής, πώς να μοιάζω με το μοντέλο της τελευταίας άνοιξης και του καλοκαιριού; Μ’ ένα ημερολόγιο χωρίς έμψυχη συνοχή, πώς θα διατηρήσω την εικόνα που πρέπει να έχουν οι ιθύνοντες για μένα; Θα δικαιωθούν για την άποψή τους για μένα, θα μπορούν να την αποδείξουν με τη μόνη απτή απόδειξη, την παντελή πια έλλειψη φωτογένειας. Θα αρχίσουν να ζητούν ανταλλάγματα αφού θα πέσουν οι άμυνές τους, και θα ενδώσω, το γνωρίζω.
Κι αν πρέπει να περάσει λίγος χρόνος για να περάσει η εμπειρία αυτή της νόμιμης προδοσίας στο υποσυνείδητό μου για να λειτουργήσει άψογα το «εν μέρει» είναι μου, θα μπει για καλά ο χειμώνας και δε θα προλάβω το φθινόπωρο.
Η κίτρινη γραμμή.
Εύκολα μπορεί να καλυφτεί με κίτρινα φύλλα.
Πάω.
Αν σπάσει αυτός ο κρίκος της αλυσίδας, που ονομάζω πολύ καλές δουλειές με πολύ χρήμα, εφέτος, θα εκτεθώ, χρεωμένος όπως είμαι, και θα φροντίσουν οι «φίλοι» να μου πάρουν το αμάξι και θα μου μείνει η ξύλινη κάσα εδώ πίσω από το αναμμένο βαρέλι και μια φωτογραφική μηχανή αχρείαστη, αυτή με την οποία έκανα το ψεύτικό μου πορτφόλιο πέρυσι...

28/10/1997
© Χρίστος Π.Ρ. Τσιαήλης

Tuesday, August 26, 2008

(100 words = ekatolexon) There’s a town


There’s a town down there, sitting here I see it and a forest in there is. Standing I see more. Carriages parked, people motionless sitting on benches. There’s a town around a forest, green squeezed by grey. If there’s more to see they do not tell me, so I improvise, my eyes blink and wheels start moving tearing the forest with roads. People commence walking, collect the trunks, the branches, the leaves, building more benches, raising fences, rookeries, everything clear now, normality. There’s a town down there, no forest at all and I go back to my crayons set, oblivious...

(trnslt.
(108 λέξεις) Υπάρχει μια πόλη
Υπάρχει μια πόλη εκεί κάτω, καθήμενος εδώ βλέπω αυτή, και ένα δάσος μέσα της. Όρθιος βλέπω κι άλλα. Άμαξες παρκαρισμένες, άνθρωποι ακίνητοι καθήμενοι σε πάγκους. Υπάρχει μια πόλη γύρω από ένα δάσος, πράσινο να ξεζουμίζεται απ’ το γκρίζο. Αν υπάρχει κι άλλο να δω δεν μου λένε, κι έτσι αυτοσχεδιάζω, τα μάτια μου βλεφαρίζουν και οι ρόδες αρχίζουν να κινούνται σκίζοντας το δάσος με οδούς. Οι άνθρωποι αρχίζουν να περπατάνε, να μαζεύουν τους κορμούς, τα κλαδιά, τα φύλλα, να φτιάχνουν κι άλλους πάγκους, να υψώνουν φράχτες, υποστατικά, όλα ξεκάθαρα τώρα, κανονικότητα. Υπάρχει μια πόλη εκεί κάτω, καθόλου δάσος και πάω πίσω στη συλλογή με τα χρωματιστά μου, επιλήσμων.)

06/10/97
© Christos P.R. Tsiailis

Monday, July 07, 2008

UnpluggedWritings


Whereistherhythmoftheselines,whatthehellhappenedtoitsrhyme?Icannottellwordforlineandlineforstanza.Weusedtoreadandlikeit.Sometimes,secretly,Icried.Whatmouthhasdaredchewthemeaning?See,nowIdonotknowwhatIamreading.Istheresomethingbehind,hidden,orisitjustwhatweneed,deserve,toseethevanityofourpassionrisingandfallingliketune,wheninunpluggedconcerts,singersmakedo?Thatsnowballofpurity,didIthrowittoyou,orwasitsomeoneelse?IamsureIhavereadthispoembefore.
© Christos P.R. Tsiailis
(28-08-98)

Saturday, July 05, 2008

Robert James “Bobby” Fischer world citizen (despite USA)


Why, international chess master,
why all magistrate ingenuity wasted on a puzzling game?
What with the black king, what with the white,
what secret passion with the duo femme on the board roaming upright?

Some pusillanimity, perhaps?
of guns on bruised shoulders?
of chemicals and tubes?
of mice in a maze?

Who made the choice for you, genius, your dad? your mummy? a family doc?
a reputation paedomorphic haste?
your neighbourly mentor?

You and your kin,
so many thousands of years accusing Napoleon for fighting within self,
over and above trapeziums, against any polis, to boast that,
Black and White World Wars a, b, c, d, e, in ancient China
and then f, g, h, i, j, k l, m, n, o, p on plastic chairs,
all concluded in theoretical massacre.
A bless, Bobby, you would have said, yet,

So many giant- and nano-inventions not even thought of in time, or at all,
so much medicine in nature or in chemical combinations hidden in oblivion rivers,
not tested to save us from the viruses ever upcoming,
so many thoughts of Philosophy and Reason just to deny divine-like treason,
unborn of idle gins.
A bless, Bobby, you would have said, yet,
In your eyes Twin Towers were born and buried of two Queen Mothers,
a Jewish and a Settler,
so happy you were of their grief,
the pieces you shuffled on the board to commence Wars in medias res[1]and win still,
to show how you started your life just before the end,
as you renounced your USAan citizenship for the sake of the world,
as you renounced your sciento-perspective
for the sake of some Theatrical Paradox of Life and Dogs on Squares.
“Crush their mind”, Chicago 0 – 1 Reykjavik.


[1] From Horace. Refers to the literary technique of beginning a narrative in the middle of, or at a late point in, the story, after much action has already taken place. (http://en.wikipedia.org/)

© Christos P.R. Tsiailis

Friday, July 04, 2008

1619


1619, μνημόσυνο δε θε να γίνει ακόμη σ’ εκκλησιά
πίσω απ’ του βορρά το δέντρο που ξεσπόριασε απ’ του πόνου το φλέγμα,
που το ποτίζει το κλάμα και το λιπαίνει της θύμησης ο φόρτος,
γι’ αυτούς που κυνηγημένοι στη λίμνη του λιθίου έχουν κρυφτεί.

1251, βρήκαμε κι άλλον ένα συγγενή στο Μπελλαπάις κοντά,
η αγωνία του με ιδρώτα το ποτίζει
και τα κλαδιά απλώνουν μέτρο-μέτρο
κι οι ρίζες έχουν στερεωθεί.

980, βρήκαμε κι άλλους στης Σαλαμίνας τη ροτόντα
μα ο άνεμος της αναγνώρισης όσο κι αν φυσήξει,
οι κλάδοι του δέντρου που θεριεύει θα απλώνουν νέφος σκοτεινό,
χίλια εξακόσια δεκαεννέα φύλλα θα ’ναι ’κει.

523, βρήκαμε πολλούς, λίγοι μείνανε
βροχή το αίμα την πληγή θα πλύνει, μα η ουλή δεν φεύγει,
χίλια εξακόσια δεκαεννιά εχθρού κεφάλια στα φύλλα τυπωμένα,
σημαδευμένα με κόκκινο σταυρό, να μην πονάει η ψυχή.
2000

Thursday, July 03, 2008

Κάθε φορά που αγωνιώ



Κάθε φορά που μου ‘βγαινε σωστό ν’ αγωνιώ
επάνω σου τραβιόμουνα για να φτιαχτώ,
λες και το σούρουπο που σίμωνε
για να συνετιστώ δεν ήταν αρκετό,


Κάθε φορά που αγωνιώ
τη μορφή σου για να ξεχάσω βυθίζομαι στο σουρεαλισμό σου,
ένα πίνακά σου σκίζω από τα πόστερς του μουσείου τα φτηνά,
στραπατσαρισμένο καταπίνοντας τον πνίγομαι νοερά,
για να μου θρέψει την Γκαλά που γίνομαι ξανά για σένα,
λάγνα σε αγγίζω στο βιβλίο που το στήθος μου καλύπτει ανοικτό,
γιατί έτσι θυμάμαι γιατί έφυγες με το ξημέρωμα γιατί,
αδημονώ το μεσημέρι το κεφάλι πάλι να γυρίσω στο απόγευμα επιδεικτικά
με βήματα παρέλασης πίσω να επιστρέψω,
κι αν τελικά το είκοσι-τέσσερα κολλήσω στο μηδέν,
όλοι οι δείκτες μ’ ότι υλικό κι αν είχανε φτιαχτεί,
να υπερθερμανθούν να λειώσουν τα ρολόγια σαν αυγά
- Νταλί, να θυμάσαι ότι σε ερωτεύτηκα κι εγώ -
με το σκοτάδι και το φως και το σκοτάδι αν σβήσω

Κάθε φορά που αγωνιώ
αληθινά δεν θα υπάρχω για να ακροβατώ
-χωρίς κοντάρι-
στο αραχνοΰφαντο νήμα της ζωής μου
που το μισοφάγαν τα μυρμήγκια
ανάμεσα στο αίσθημα και την αναισχυντία,

Κάθε φορά που αγωνιώ
πραγματικά δε θα αναπνέω για να καίγομαι
στην παραλία των σκληρών βράχων
για να ξεπηδήσω από το στόμα του ψαριού, που ξεπηδάει από το στόμα του τίγρη, που ξεπηδάει από το στόμα του ψαριού,
που ξέχασα να ξελεπιάσω πριν αποκοιμηθώ,
στα τελευταία μεσάνυκτα αυτού του κύκλου...
(22-08-98)

Saturday, June 21, 2008

Το Μυστικό μιας Πολτοποιημένης Ντομάτας



Το μυστικό μιας επαφής χωρίς ύλη στην πέμπτη εποχή
αποκαλύφθηκε από σφραγισμένα χείλη, ωραιοποιημένη αποχή.

Πριν να σφραγίσουμε τα μάτια, ενδεχομένης απειλής,
στο χωρόχρονο της στιγμής αμοληθήκανε τα άτια.

Κάπου εκεί κοντά σε βρήκα κόκκινο, γλυκανάλατο υγρό της ενοχής
κι αφέθηκα να ανησυχώ, με πλύνανε κι ηττήθηκα,
τους όρους δεν τήρησα και γυάλισα, συνήλθα πια στεγνή…
διά να πέσω αμαχητί.

Στο ήττα της ντροπής, επισυνάψατε άρρενες θελειπόντες
πριν καν το τελικό σίγμα στον ορίζοντα φανεί, με αναβάτες Κόντες.

Θέλησα να σου είπω για το μυστικό
μα τώρα πια εκλείπω, ως ον εριστικό
και ψάχνεις κάτι άλλο, πιο χορταστικό.
11/8/00

Wednesday, June 18, 2008

Επιτέλους Ιθάκη


Πώς ένα μπουμπούκι κάποιου κάκτου σε γλάστρα μπαλκονιού
που κρέμεται να λέει τον πόνο του σε φτωχογειτονιάς το δρόμο,
ανεμοδέρνεται, τ’ αγκάθια το τσιμπάνε
και τα παιδιά χωρίς γονείς το φτύνουν και γελάνε
μα δεν πτοείται, αντέχει κι αναμένει άθικτο
για το όμορφο εκείνο πρωινό όταν θ’ ανοίξει
ισόρροπο στο άπειρο με τη γύρη να ερωτοτροπήσει…

Πώς τ’ αετού το τρίτο αυγό απ’ τη φωλιά όταν πέσει,
κυλάει σε γκρεμούς, χτυπάει σε πέτρες, σε κλαδιά
ποταμοί το παρασύρουν, στη θάλασσα να φτάσει,
κι εκεί σου σκυλόψαρου το στομάχι να εκκολαφθεί
και μόλις μ’ αναγούλες τ’ απορρίψει
σε βραχάκι για να ξεβγαλθεί
και τυχαία εκεί να βρει το ταίρι της καρδιάς του.
ισόρροπο στο άπειρο το γλάρο θα φιλήσει…

Έτσι κι εγώ, αετέ μου,
λουλούδι αφού με ονομάσανε,
άρπαξε με, θα κολλήσω στα στιβαρά σου πούπουλα
κι αν θύμηση έχεις όσο ψηλά και να πετάς,
στης φτωχογειτονιάς το μπαλκονάκι
θα μ’ αφήσεις, με τον κάκτο να αγαπηθώ.

Thursday, May 01, 2008

Every she is my mirror


Next mirror was lying that
she
was
none
like
me
No matter how I struggled
to blink

A mirror will always be there to remind me of
my
long
woolen
nose
So dry
To suffocate - I -
trapped in square argyle surfaces
© Christos P.R. Tsiailis
(22/07/96)

Sunday, March 02, 2008

οικουμενικό χάικου (5-7-5)

λείπει το χρώμα

λείπει και η πρόκληση

από το σύμπαν

Sunday, February 24, 2008

Πολιτική Ακροστιχία


ΑΡΧΟΝΤΕΣ
ΚΑΙ
ΥΠΗΚΟΟΙ
ΡΑΠΙΖΟΝΤΑΙ
ΟΜΑΔΙΚΑ

ΛΟΙΠΟΙ
ΕΛΛΑΝΟΔΙΚΕΣ
ΥΠΟΦΕΡΟΥΝ
ΚΑΙ
ΟΡΓΙΖΟΝΤΑΙ

Tuesday, February 19, 2008

πολυσύλλαβο χάικου


οι ημέρες όσο κι αν λευκαίνουν,
στο οδόστρωμα ο πάγος το μακάβριο κρύβει
που οι νύχτες νέγρες παραδέρνουν

Friday, January 18, 2008

αυτό θα γίνει ποίημα (18/01/08)


Μπορείς λίγα δευτερόλεπτα να διαθέσεις,
για το κλάμα ενός νεογέννητου ερωτηματικού;
(-)
Μόλις γεννήθηκα και έμαθα πως πρέπει να πεθάνω, ψέματα θα σου λέω για λίγο ρωτώντας σε αυτά που με τρομάξαν. Αλήθεια είναι πως μόνο αυτοί που γράφουν ημερολόγια ή σκέψεις σε χαρτί διαβάζουν ποίηση; Γράφω κι εγώ, μου λες, κι όσοι με διαβάσουν, μου λες, αμέσως μετά μου λένε :
"Α ναι, έγραψα κι εγώ κάτι, δες το και πες μου τι νομίζεις"

κι όλα αυτά πεζή τα λέμε.

γιατί εγώ δεν είμαι ποίημα!

Αχ, να χαλούσε η τηλεόραση από ότι είναι και να φτιαχνότανε απαρχής με νέες εκπομπές που να μιλούσαν και για μένα που τώρα γεννιέμαι με αίματα και κίτρινο αμνιακό υγρό που τσιγάρο μυρίζει και αλκοόλ. Πόσο θα ήθελα, κύριε, να με βλέπατε σαν το μικρό αυτό κομματάκι γραφής που σαν άρωμα φοριέται κι η μυρωδιά του μένει στην ανάμνηση μεταφερόμενο στου εγκεφάλου τους ιππόκαμπους απ’ τους κυρίαρχους νευρώνες των αμυγδαλών. Και ήδη, θα το είδες, γνωρίζω ανατομία εγκεφάλου χωρίς να τη διαβάσω πουθενά, την φέρω.

αλλά δεν είμαι ποίημα, καθόλου!

-Έτι πεζότερον τις ψυχές με χάπια να ιατρεύεις -

Είναι κανείς που ξέχασε ποτέ
τη μυρωδιά του "Σατραπεία";
ή το βάρος του στίχου
"η γης δεν έχει κρικέλια να τη σηκώσουνε και να φύγουνε";
ή το μέταλλο του
"ώ κοινόν αυτάδελφον, Ισμήνης κάρρα";
Τα θυμάσαι, μου λες.

εγώ δεν είμαι ποίημα σου λέω!

Τέτοια να θυμίζανε στους αναγνώστες, και χρήμα ας έπεφτε στην ποίηση ξανά, το ίδιο κέρδος θα απέφερε στους πλούσιους ιθύνοντες και τους επιτηδείους διακινητές του λόγου του οπτικού.

πια δεν είμαι ούτε πεζό –αμφιταλαντεύομαι-
[ένα τάλαντο δώσε και αποχωρώ]

Να κάνανε reality show με ποιητές (δεν εννοούνται τρελοί και καταθλιπτικοί χαραμοφάηδες, αλλά υποσχόμενοι νέοι ή και ωριμότεροι που τη φλέβα ίσως ανακάλυψαν του ελληνικού ταλέντου μέσα τους)
-γιατί η ποίηση περί αυτού πρόκειται-
και να έβλεπε ο κόσμος μια αναβίωση του λόγου θεαματική. Ο λόγος ο ελληνικός υπάρχει μα δυστυχώς σε κύκλους κλειστούς διακινείται, σε μια κοινωνία χαμένων ποιητών να παλεύει με θυμό τους χαμένους αναγνώστες.

εγώ θα γίνω ποίημα,

αν διαβαστώ σωστά θα μεταμορφωθώ,
αν διαβαστεί αρκετά ο λόγος μου θα ανυψωθώ,
αν πεινασμένα διαβαστώ με οργή,
θα θεριέψει ο ρυθμός,
θα αναβράσει το πεζό
θα καλέσω το ίδιο εικόνες να με ομορφύνουν,
θα ερωτευτώ παράφορα το Σύμβολο,
θα καταλάβω πανηγυρικά και τη Μεταφορά,
κι από τη σύνεση συνάμα θα καταληφθώ,

δεν έχει πεζότητα το ποίημα, λένε,
έχει ποίηση το πεζό.

μην ανησυχείς, ποιητή,
εγώ δεν είμαι ποίημα,
αλλά θα γίνω.
(18/01/08)

© Christos P.R. Tsiailis

Tuesday, January 15, 2008

"Κινδυνεύουν"


“Τι θες;”

Έλα, φίλε, μαζί μου θα περάσεις καλά.
Έλα, θα πάμε αλάργα,
στο βυθό θα ερωτευτείς,
στα ύψη θ’ αναπνεύσεις.

«Μα, κινδυνεύουν!».

Ποιοί;
Κανέναν δε βλέπω, πουθενά!
Έλα, μη διστάζεις, μη μένεις στα ρηχά.
Άρπα το χέρι μου σφικτά.

«Κινδυνεύουν λέω»!

Ας τους αυτούς, να μην τους ξέρουμε.
Πάμε σου λέω, άλλα μας περιμένουνε.

«Εγώ φεύγω, κινδυνεύουν.
Έρχεται ο Αρμαγεδδών και δεν γνωρίζουν.
Φεύγω, να πας μόνος σου στην άλλη ευτυχία.
Εμένα με βασανίζει η ανησυχία.
Κι αν άγνωστοι είναι σε μας,
πνίγονται στα βαθιά νερά,
τόσο θάλασσα είν’ η άγνοια,
που κινδυνεύουν από σώματα ουράνια.
Κινδυνεύουν, γι’ αυτό φεύγω.»

Μα κι’ αν τους το πεις,
κινδυνολόγο θα σε πουν,
Κασσάνδρα θα σε γιουχαΐσουν.
Ο κομήτης ούτως ή άλλως θε να ‘ρθει.
Κι’ είν’ η δύναμη του τόση,
Που η γη κι αν δε ματώσει απ’ τον πυρήνα,
Άνθρωποι στο νότιο
ημισφαίριο δε θα μείνουν
Κι’ ούτε μάρτυρες για όσα γίνουν.
Μη τους δίνεις σημασία,
Μας περιμένει η ευτυχία.

«Έρωτας για μένα είν’ η ζωή,
κι αν πέθανα κι’ είμ’ άγγελος,
οι άνθρωποι είν’ για μένα αναπνοή».

Κάποια μέρα πρέπει
κι’ αυτοί να πεθάνουν.

«Ο βερμπαλισμός σου
κι η αναισθησία όλη
Έτι περισσότερο,
εδώ ψηλά,
με έχουνε παγώσει.
Σκέψου, όλοι αν πεθάνουν,
οι άγγελοι τότε τι κάνουν;
Το παιδάκι που βλέπεις
στο ημίφως να κοιμάται,
φύλακάς του είμαι άγγελος,
και κινδυνεύει αν δεν πάμε».

Κι αν θα ξέρει το θάνατό του,
τι θα το κάνεις το δάκρυ που θα δεις,
το γλυκό προσωπάκι ν’ αλμυραίνει,
σίγουρα αφού ο κομήτης
θέ να το σκοτώσει;
Έλα, άγγελος μην είσαι πια,
μηνύματα μην παίρνεις,
απάνεμος κι αέρινος βοριάς,
αόρατος στην όψη του Όντος θα γενείς,
μαζί μου αν ενωθείς.

«Τα λόγια σου αγνοώ,
τις προσφορές σου φτύνω,
Πέθανα για να ζήσω αιώνια,
δεν θέλω να ξαναγεννηθώ
για να πεθαίνω με κάθε ανάμνηση.
Για να σε διασκεδάσω θα σου πω
ότι με διακατέχει η συμπόνια.
Δεν είναι καν καθήκον μου να μείνω,
Μα ούτε για μια στιγμή
το βλέμμα αλλού δεν θα γυρίσω.
Κι άμα θα ξέρουν πια,
είναι στο χέρι τους το θαύμα,
ο κομήτης δεν είναι παρά ένα κράμα.
Κινδυνεύουν, έχε γεια»!!!

... ... !!!

26-09-1995

Friday, January 11, 2008

Γιε μου τη Μάνα σου, Μάνα το γιο σου (01/09/2005)




Μιτσής ψευτοπαλλίκαρον
που τζιείνους τους αδρώπους
π’ ακουούσιν τους φίλους τους
τζιαι κάμνουν της κκελλές τους,
πάλε χαπάριν έπιασεν
ν’ αφήκει τη δουλειάν του
τζι αππώθηκεν τζι εφώναζεν
τη μάνα του εξιτήμασεν
σύξηλην επαράτησέν την
τζι’ άγνωστους δρόμους έπιασεν...

Να πάει θέλει πιο μακρά
που το χωρκόν του αλάρκα,
να μεν ειβλέπει πιον θερκά
στον ύπνο, του τες νύχτες
να τον ακκάνουν άγρια
σιήλλες φαρμακορίχτρες.

Πρώτη φοράν που η μάνα του
ένοιωσε να ραϊζει,
μεσάνυχτα εσσιάστην τον
στο πρώτο το σκαλίν να κουτσουβλά,
κρυφά να ξεπορτίζει.

Μα τούτον της το ράϊσμαν
της γης το βάρος ούλλον
ποττέ της εν το έδειξεν,
μεσάνυχτα εσσιώπησεν
τζιαι μέσα της βαθκιά
ο πόνος της εκρύφτην.
Σα μάνα τον εφύλαξεν
κρυφά να γίνει τοίχος
να χτίσει μέσα της βαθκιά
τη δύναμη της ώρας...

...Της ώρας τζιείντης άγιας
που ο γιος της πιον εννάρτει
τζι έννα της πει ούλλον χαράν
θωρώντας τη με ύφος
δίχα σιημμένην την κκελλέν
δίχα να ντρέπεται
δίχα να πει συγνώμην

«Μάνα πάντα εθθυμούμουν σε!»

Τζιας επεράσαν γρόνια
τζι ας μεν της έστειλεν ποττέ
με γράμμαν
με μιαν κάρταν..

Μα τζιείντην ώραν το πρωίν,
που έννα ακροφανεί ο ήλιος,
το ‘φτιν το τζιμισμένον
τον κόκοραν που εννά κρωστεί,
το μμάτιν έννα πεταχτεί
γεμάτον που γαρίλλαν,
πρώτη βολάν ανήσυχον
τζιαι υποψιασμένον.

«Κάποιος εννάρτει σήμμερα,
τωρά, πού εν’ η φορεσιά μου,
που ένι το μαντήλιν μου το παρταλόν?»

Η μάνα ούλλον δύναμην,
τζιείνην που φύλαξεν
που τζιείντα μεσάνυχτα
μέραν τωρά την φκάλλει
τζιαι λέει του μ’ αγάπην
που μέσα που την πόρτα
που ήτουν κράνοιχτη,
πριχού τζιείνος πατήσει
το τελευταίον το σκαλίν,
τζι ακούστηκε πιότζει που το γιον,

«Ξέρω το, γιόκκα μου, τζι’ εγιώ»

τζι’ αγκάλλιασεν τον πρώτη...

Thursday, January 10, 2008

000 (23/10/2005)




τα ακουστικά μου...
να μη γυρνάει το κεφάλι δεξιά
να μη σ’ ακούω από αριστερά

η μουσική μου παρωπίδα
η παροδική ωδή

πήδηξε μαζί μου στο κενό
του ήχου το απόλυτο σκοτάδι
του μοιχού το παξιμάδι

... στροβιλιζόμαστε

φανταζόμαστε τη μελωδία μαζί
χαίρεστε εσείς, που το κενό μας ξαναφτύνει

ευτυχία - δυστυχία
χαρά,
και ακολασία
η εφημερίδα δεν εκδόθηκε,
την Τρίτη πια

τέταρτη Τετάρτη του μηνός
τα γενέθλιά σου
ποιο δώρο θα προκαλέσει πάλι, το κενό...

φανταζόμαστε μαζί τη λογική πώς μοιάζει
χαίρεστε εσείς, που το κενό, μας ξαναφτύνει

να πάρω μαζί μου τα κιάλια
φανάρι φέρε
κόκκινο - μαύρο
σ’ εκατομμύρια κόκκους ψηφιακούς

το νεγράκι κοιτάει σιωπηλό
κάτω στο βάθος του κενού, με κόκκινο σκουφάκι

...κατευθυνόμαστε

φανταζόμαστε μαζί και τις εικόνες
χαίρεστε εσείς, που το κενό, μας καταπίνει

Follow me fb