Friday, January 11, 2008

Γιε μου τη Μάνα σου, Μάνα το γιο σου (01/09/2005)




Μιτσής ψευτοπαλλίκαρον
που τζιείνους τους αδρώπους
π’ ακουούσιν τους φίλους τους
τζιαι κάμνουν της κκελλές τους,
πάλε χαπάριν έπιασεν
ν’ αφήκει τη δουλειάν του
τζι αππώθηκεν τζι εφώναζεν
τη μάνα του εξιτήμασεν
σύξηλην επαράτησέν την
τζι’ άγνωστους δρόμους έπιασεν...

Να πάει θέλει πιο μακρά
που το χωρκόν του αλάρκα,
να μεν ειβλέπει πιον θερκά
στον ύπνο, του τες νύχτες
να τον ακκάνουν άγρια
σιήλλες φαρμακορίχτρες.

Πρώτη φοράν που η μάνα του
ένοιωσε να ραϊζει,
μεσάνυχτα εσσιάστην τον
στο πρώτο το σκαλίν να κουτσουβλά,
κρυφά να ξεπορτίζει.

Μα τούτον της το ράϊσμαν
της γης το βάρος ούλλον
ποττέ της εν το έδειξεν,
μεσάνυχτα εσσιώπησεν
τζιαι μέσα της βαθκιά
ο πόνος της εκρύφτην.
Σα μάνα τον εφύλαξεν
κρυφά να γίνει τοίχος
να χτίσει μέσα της βαθκιά
τη δύναμη της ώρας...

...Της ώρας τζιείντης άγιας
που ο γιος της πιον εννάρτει
τζι έννα της πει ούλλον χαράν
θωρώντας τη με ύφος
δίχα σιημμένην την κκελλέν
δίχα να ντρέπεται
δίχα να πει συγνώμην

«Μάνα πάντα εθθυμούμουν σε!»

Τζιας επεράσαν γρόνια
τζι ας μεν της έστειλεν ποττέ
με γράμμαν
με μιαν κάρταν..

Μα τζιείντην ώραν το πρωίν,
που έννα ακροφανεί ο ήλιος,
το ‘φτιν το τζιμισμένον
τον κόκοραν που εννά κρωστεί,
το μμάτιν έννα πεταχτεί
γεμάτον που γαρίλλαν,
πρώτη βολάν ανήσυχον
τζιαι υποψιασμένον.

«Κάποιος εννάρτει σήμμερα,
τωρά, πού εν’ η φορεσιά μου,
που ένι το μαντήλιν μου το παρταλόν?»

Η μάνα ούλλον δύναμην,
τζιείνην που φύλαξεν
που τζιείντα μεσάνυχτα
μέραν τωρά την φκάλλει
τζιαι λέει του μ’ αγάπην
που μέσα που την πόρτα
που ήτουν κράνοιχτη,
πριχού τζιείνος πατήσει
το τελευταίον το σκαλίν,
τζι ακούστηκε πιότζει που το γιον,

«Ξέρω το, γιόκκα μου, τζι’ εγιώ»

τζι’ αγκάλλιασεν τον πρώτη...

Thursday, January 10, 2008

000 (23/10/2005)




τα ακουστικά μου...
να μη γυρνάει το κεφάλι δεξιά
να μη σ’ ακούω από αριστερά

η μουσική μου παρωπίδα
η παροδική ωδή

πήδηξε μαζί μου στο κενό
του ήχου το απόλυτο σκοτάδι
του μοιχού το παξιμάδι

... στροβιλιζόμαστε

φανταζόμαστε τη μελωδία μαζί
χαίρεστε εσείς, που το κενό μας ξαναφτύνει

ευτυχία - δυστυχία
χαρά,
και ακολασία
η εφημερίδα δεν εκδόθηκε,
την Τρίτη πια

τέταρτη Τετάρτη του μηνός
τα γενέθλιά σου
ποιο δώρο θα προκαλέσει πάλι, το κενό...

φανταζόμαστε μαζί τη λογική πώς μοιάζει
χαίρεστε εσείς, που το κενό, μας ξαναφτύνει

να πάρω μαζί μου τα κιάλια
φανάρι φέρε
κόκκινο - μαύρο
σ’ εκατομμύρια κόκκους ψηφιακούς

το νεγράκι κοιτάει σιωπηλό
κάτω στο βάθος του κενού, με κόκκινο σκουφάκι

...κατευθυνόμαστε

φανταζόμαστε μαζί και τις εικόνες
χαίρεστε εσείς, που το κενό, μας καταπίνει

Follow me fb