Saturday, October 20, 2007

Φυγόκεντρος Δύναμη με Κεντρομόλο Φορά


Άμα με αλυσίδα ένα αστέρι δέσεις
και δύναμη απ’ την υπόφυσή σου αρμέξεις
σαν σφυροβόλος να το περιστρέψεις,
η ορμή που προς τα έξω σπρώχνει
παράξενα το φως θα απορροφά.
Κανείς απέξω δεν θα βλέπει
καταβεβλημένο εσέ από την άγρια λάμψη.
-----------
Ο κύκλος που η ενέργειά σου όλη σχηματίζει
με μια μυστήρια μαύρη τρύπα ομοιάζει
που προκλητικά την ύλη εμπαίζει
Η μαύρη πεταλούδα σε χαμομήλια χάραμα γυρίζει,
απειλεί, κι άδικα θα χαθούν.
Κανείς απέξω δε θα βλέπει
μέσα σου χρώματα να σμίγουνε σε σκούρο μωβ
------------
Σαν εσένα κι άλλοι υπάρχουν
Που βρήκαν τρόπους άστρα ν΄ αποσβένουν
Και η κεντρομόλος φορά που ρούφησε το φως
της φυγοκέντρου θα υπερισχύσει
κι ούτε για δείγμα ύλης χορδή δε μένει
Κανείς απέξω δε θα ξέρει
γιατί οι ψυχές που απορροφάς βρύα κολάζουν.
19/3/96

Thursday, October 18, 2007

Κατά τη Λίθινη Εποχή


Κατά την προηγούμενη λίθινη εποχή
όλα κυλούσαν ομαλώς,
η ανάπτυξις ήτο εκτενής
αφού τροφή άφθονη ενεφανίζετο.
Περίπου ήξευρον οι πάντες
πώς ένα παρόν βιώνεται.

Γέλωτα και μανία έπραττον
καθώς κτυπούσαν λίθους με ρυθμόν.
Στο μέλλον γάρ ουδαμώς εφαντάζοντο
τι κακό τους επεφύλασσε
ο υιός του υιού του υιού τους.
3/5/96

Ξανά στη Λίθινη Ζωή



Περπατώ μόνος, γυμνός, τυφλός
Σέρνομαι στην άμμο της ερήμου
Και στον Αμαζόνιο η βροχή με γδέρνει
Μα στη θάλασσα που βάλθηκα να κολυμπήσω
Νοιώθω τα κύματα ευγενικά να με φυλάγουν

Ψάχνω γι’ ανθρώπους χρόνια τώρα
Ν’ αγγίξω δέρμα γνώριμο
Να εντοπίσω τον παραμικρό πολιτισμό
Μα μόνο γρυλλίσματα ακούω
Και άναρθρες σαν από αγρίους κραυγές

Άγγιξα κάποιο μικρό παιδί
Πού ένοιωσα να σιμώνει
Κι οι τρίχες του με έκαναν να ξαφνιαστώ
Μόνο πέτρες ακούω να χτυπάνε σε κορμούς
Μα φαίνεται δεν βρήκανε ακόμη τη φωτιά ξανά..

Απλώνω τα χέρια απεγνωσμένα
Σας εκλιπαρώ
Κοντέψτε λίγο κι ό,τι ξέρω θα σας πω
σαν δεύτερος Προμηθέας
θα σας σώσω

Περπατώ, σέρνομαι, κολυμπάω
Κι όμως πάντα από τον Τεχνοκράτη ακολούθως
μια εποχή Λίθινη θα απειλεί
Γιατί για τούτο τον πλανήτη
Ότι έγινε παραήταν αρκετό
3/5/96

Wednesday, October 17, 2007

Η Ψυχή του Φιλίππου του Ωραίου Χρόνια Μετά - Χώμα και Κρέας


Αποκοπή, εγκλεισμός, ανία, άγνοια
έξω, το έξω, προς τα έξω,
όχι πια μέσα, το μέσα, μέσα,
Άνοιξε, πανικοβλήθηκα, άνοιξε.
Ακούς, κάτι ακούς.
Άνοιξε, νομίζω μετάνιωσα, άνοιξε.

Ταγμένος στόχος να σε κάψω, να σε ψήσω,
Άμοιρο από κρέας κομμάτι αχάριστο,
Καμιά σου κίνηση ζωή πια δεν προδίδει,
Χωρίς αντανακλαστικά
Στου περιβάλλοντος τα μύρια ερεθίσματα
Καμιά οδηγία δε λαμβάνεις, δεν ακολουθείς,
όσο κι αν προσπαθώ ενέργεια να στείλω,
μα από πού ν’ αντλήσω.

Κλεισμένη με έχεις χρόνια, αιώνες τώρα,
μέσα σου φορές μύριες έχω ξαναγεννηθεί,
όσες με έχεις σκοτώσει
και μία παραπάνω,
με την δική μου πρώτη επιλογή,
μα κάτι δεν ταιριάζει,
δε σε συνηθίζω,
δεν με αισθάνεσαι
το σκοτάδι σου με φοβίζει,
το φως μου σε τρελαίνει,
Τα μάτια δεν ανοίγεις λίγο να δω το έξω

Άνοιξε, αρκετά προβλήθηκα, άνοιξε.
Ακούς, κάτι ακούς.
Άνοιξε, νομίζω μετάνιωσα, άνοιξε.

Ο επιτάφιος λόγος δεν αργεί,
Ποιος θα σου τον διαβάσει,
ποιος θα με αποχαιρετήσει,
να πιάσει η ευχή,
Να πάρει η ευχή!

Τα σκουλήκια αδημονούν..
Αφόρητο σώμα
ας ήσουνα φτιαγμένο από λάσπη
Θα έσφιγγα το χέρι σθεναρά,
φωτιά, χώμα, νερό, κι ελεύθερη!

Τώρα σε σφίγγω και αίμα στάζει,
κόκαλο τρίζει,
σκίζει το δέρμα.
Παραλύεις και παραδίνεσαι
με την πρωινή ερώτηση,
με το κάθε γιατί.

Αν ήξερα πώς μου έμελλε
να πορευθώ στο χρόνο
Άλλη διάσταση θα διάλεγα,
λίγα κβάντα μετά, πριν ή αλλού
Ή θα σε έκαιε ο Πάπας Κλημέντιος
αφού θα σε έστελνα στον Άγιο Τάφο,
και θα σου δίδασκα την αποταμίευση
πριν γεννηθώ.

Άνοιξε, κάτι θυμήθηκα, άνοιξε.
Ακούς, κάτι ακούς.
Άνοιξε, νομίζω μετάνιωσα, άνοιξε.

Κι έτσι τώρα με τους νεκροφάγους συνεργώ
και με ένα ιερέα καταφερτζή,
από τους συνεργούς σου βελτίωνα.
Φέρετρα φτιάχνει κι ανοίγει τάφους,
δεν καίει, δεν τιμωρεί
Και κάνει ευχέλαια και υμνεί
Για να απελευθερώσει τις ψυχές
απ’ τους παραλυμένους.

Άνοιξε, πανικοβλήθηκα, άνοιξε.
Ακούς, κάτι ακούς.
Άνοιξε, μετάνιωσα, άνοιξε.

Ταγμένο στο ΄χω αν δεν κουνήσεις
έστω το ένα βλέφαρο για μια στιγμή
να δω πόσο ψηλά ανυψώθηκε του Άιφελ ο πύργος
και τον Κουασιμόδο να φιλήσω,
δεν θα σ’ αφήσω να ξαναγεννηθείς!

Φεύγω για πάντα χαμένο κουφάρι,
κι ας δακρύζουν οι συγκινημένοι,
ας αυτοσχεδιάζουν οι μοιρολογίστρες.
© Christos P.R. Tsiailis
19/5/96

Tuesday, October 16, 2007

Επιχειρηματολογική Ασυδοσία


Το 2999 πήραμε την τελευταία χούφτα ελευθερία
και με περίσσεια την πλάσαμε φροντίδα.
Φτιάξαμε ένα μικρό αγαλματάκι
με φτερά αγγέλου κι εύζωνη φουστανέλα,
να το λατρέψουμε σαν ένα Επίχριστο.
----------------------------------
Μα η αιρετική μας προδιάθεση
σε καλό ουδαμώς επέβη αφού,
διατάξανε οι άνεμοι σε συμφωνία με τη γή
να πάρει το άγαλμα ζωή
και πριν το καταλάβουμε μας έφυγε μακρυά
-----------------------------------------
Σκλαβωθήκαμε για το πέταγμα ένος ψεύτικου τσολιά
Τέτοιο πηλό ξανά ποιος, πού, πότε θα ’βρει;
Πώς να επαναφέρουμε στης σκέψης τον ειρμό,
τούς λόγους που δεν κρατήσαμε όταν παραστρατήσαμε
με της τρίτης χιλιετηρίδας τον ερχομό;
--------------------------------------------
Καλά είπε εκείνος
πώς τη τύχη μας μόνο τα χέρια μας κρατούν
Και της πλασματικής αλήθειας η υπερβολή
σαν ναρκωτικό ενεργεί.
Καλύτερα που πέταξε το αγαλματίδιο,
γνωρίσαμε την εσωτερική σκλαβιά
-------------------------------------------
Γιατί με την απελευθέρωση της Πόλης,
Νέμεα και Παναθήναια θα αναβληθούν,
πλέον διαγωνισμός θα διεξάγεται
για την καλύτερη κατασκευή
αφηρημένου αντικειμένου
Ενώ τα αγαλματίδια με φτερά θ΄ακυρωθούν
Με άφθονη ο νικητής θα βραβευθεί ελευθερία.
4/5/96

Sunday, October 14, 2007

Σε μια σκηνή


Στο άψυχο ετούτο χρώμα το χακί
Στηρίχθηκε η παλιγγενεσία του έθνους
Ξεγελάσθηκαν οι αισθήσεις του εχθρού
Ξεγελάσθηκαν οι άγριοι άνεμοι
Κι η νίκη επήλθε φυσιολογικά.
----------------------------------
Κι όπως η ιστορία απαιτεί
Οι ήρωες δοξάστηκαν απ’ όλους
Κι όσο ύφασμα με αίμα βάφτηκε
Απλώθηκε το χώμα να σκληράνει
οι φίλιες ορδές για να περάσουν.
--------------------------------------
Έκταση εδάφους άφθονη γι’ απελευθέρωση
Κι όλοι προχώρησαν μπροστά
Να εξιλεώσουν το χειρότερό τους φόβο
Μα μια σκηνή που στήθηκε χρώματος στρατιωτικού
Ξεχάστηκε στην πρώτη – πρώτη έφοδο.
------------------------------------------------------
Εκεί μέσα και του ξεχασμένου στρατιώτη
το δίκοχο έχει αφεθεί.
Άθικτο, με μια κοντή καμένη τρίχα λερωμένο
Κι αν παραλλάχτηκε, το Πυροβολικό του εχθρού
πια από αποκρύψεις δεν ξεγελιέται
και τα βλήματα είναι ακριβή.
------------------------------------------------------
Τα αγάλματα που φιλοτεχνηθήκαμε
Εις το όνομα του αγνώστου ειν’ ελλιπή
Γιατί η σκηνή ακόμα περιμένει
Κι άθικτο απ’ τον ήλιο
το παραλλακτικό χρώμα παραμένει
Κι ο στρατιώτης ο άγνωστος
το άγαλμά του βλέπει και γελά
Που το κεφάλι του γυμνό θα μείνει, αιώνια.
12/5/96

Follow me fb