Σήμερα ξημερώματα ξαφνικά βλέπω τον πρόεδρο να στέκεται
αγέρωχος στην πιο ψηλή κορυφή του Τροόδους, στην τελευταία κεραία. Αγναντεύει
με το τηλεσκόπιό του γύρω-γύρω ολόκληρη την Κύπρο από την Κερύνια στη Λεμεσό κι
από την Πάφο στην Αμμόχωστο.
Δίπλα του στέκεται ο Θεός.
"Πω ρε, τι ωραίο νησί που έχουμε!" σκέφτεται
φωνακτά.
"Όντως, ωραίο νησάκι φτιάξατε εδώ στην άκρη της
Μεσογείου".
"Μην το λες άκρη, στο κέντρο είμαστε, στο κέντρο που
φιλάει η Ανατολή την Ευρώπη και ο Νότος το Βορρά".
"Καλά, εντάξει" του λέει ο Θεός με μια δόση
απαξίωσης.
"Κοίτα τη Λευκωσία," λέει ο πρόεδρος, "ένα
διαμάντι, ένα διαμεσολαβητικό κέντρο υπηρεσιών, μια βάση για όλες τις
πολυεθνικές εταιρείες που σέβονται τον εαυτό τους..."
"Εντάξει, αλλά πούντες;" Αναρωτιέται ο Θεός.
"Εεε, να, κοίτα, είχαμε κάποια οικονομικά προβλήματα
τώρα τελευταία..."
"Αλήθεια, είχατε;΄"
«Μπα, μην φαντάζεσαι κάτι πολύ σοβαρό...λίγο οι τράπεζες,
λίγο ο κόσμος, λίγο το κράτος. Αλλά πάντα υπό έλεγχο, πάντα υπό έλεγχο".
"Και γιατί δεν με πήρες ένα τηλέφωνο βρε μπαγάσα να μου
πεις; Να σας βοηθήσω. Το αγαπώ το νησί σας, από εδώ περάσανε όλοι οι Απόστολοι,
όλοι οι Άγιοι, έχετε τόσες εκκλησίες να με λατρεύετε. Εύκολο είναι για μένα να
σας βοηθήσω."
"Εγώ; Εγώ να σε πάρω; Ο Αρχιεπίσκοπος έπρεπε να σε
πάρει, όχι εγώ!"
"Τώρα που το λες, πού χάθηκε εκείνος; Όλο κάτι
θυμούνται και με παίρνουν, μια ο Πάπας, μια ο Πατριάρχης, αυτός όμως ο
Αρχιεπίσκοπός σας με έχει ξεχάσει τελείως!"
"Εεε, έλα τώρα, μην τον παρεξηγάς, είχε κι αυτός κάτι
προβλήματα με μια τράπεζά του... ξέρεις, τα συνηθισμένα."
Ο Θεός δεν απάντησε στον πρόεδρο, έκανε μια κλήση στο κινητό
του. Ο πρόεδρος ξαναγύρισε το τηλεσκόπιο στη Λευκωσία. 'Πω-πω, κοίτα κτίρια,
κοίτα επαύλεις, πολυκατοικίες.' σκέφτηκε από μέσα του. ‘Αν τους έβαζα φόρο
όλους αυτούς, δεν θα βοηθούσε να λυθεί μέρος του προβλήματος;'
"Όχι!" ακούστηκε ο Θεός να λέει ενώ ήταν
απασχολημένος με το κινητό του.
"Σε μένα μιλάς;" τον ρωτάει ο πρόεδρος. "Αφού
δεν μίλησα!"
"Σε ακούω κι εγώ όταν σκέφτεσαι, σε ακούει κι ο λαός
σου, σε ακούει και η Τρόικα, σε ακούνε κι οι ομόλογοί σου στην Ευρώπη. Και έτσι
όλοι σχεδιάζουν πριν μιλήσεις. Μόνο ο λαός δεν σχεδιάζει. Τρομάζει και
κλείνεται στο καβούκι του, και ψάχνει στις εφημερίδες και στα facebook την
επόμενη είδηση."
"Πώς με ακούνε όλοι αυτοί;"
"Σε ακούνε, σε ακούνε γιατί είσαι ο πρόεδρος. Γιατί το
κάθε τι που κάνεις ταρακουνάει το νησί, η κάθε σκέψη σου αλλάζει το μέλλον του
λαού αυτού, η κάθε επιστολή που γράφεις και η κάθε επιστολή που δεν γράφεις
καθορίζει το μέλλον του νησιού."
"Τόσο πολύ ε;"
"Τόσο πολύ, ναι."
Ο πρόεδρος κοίταξε το Θεό περίλυπος. "Μα δεν είμαι
Άγιος για να έχω μόνο αμόλυντες σκέψεις. Δεν μπορώ να ελέγχω τη σκέψη μου
συνεχώς. Κάποτε πάει και στο συμφέρον μου, ή στο συμφέρον του κόμματος. Τι να
κάνω για να καθαρίσω τις σκέψεις αυτές, να τις κόψω από τη ρίζα;"
"Πρώτα απ' όλα πρέπει να κατέβεις από το βουνό αυτό και
να πετάξεις το τηλεσκόπιο. Πρέπει να κατέβεις στις πόλεις. Και ακόμη καλύτερα
να μπεις μέσα στα διαμερίσματα των ανθρώπων, να μπεις στις μικρές επιχειρήσεις
που υποφέρουν, και ακόμη αν γίνεται να ακούσεις τις συνομιλίες τους, ακόμη και
τις σκέψεις τους."
"Μα πώς θα γίνει αυτό; Θα με δούνε! Θα με
διώξουνε!"
"Θα σου δώσω δύο ιδιότητες για μια μέρα μόνο. Και μετά
θα εξαφανιστούνε σαν να μην τις είχες ποτέ."
"Τι ιδιότητες;" γύρισε ο πρόεδρος να ρωτήσει, αλλά
ο Θεός είχε εξαφανιστεί.
Ο Πρόεδρος κοίταξε το τηλεσκόπιό του και αρπάζοντάς το από
τα δύο άκρα το μοίρασε στη μέση κτυπώντας το δυνατά στο γόνατό του δυο-τρεις
φορές. Άρχισε έπειτα να κατηφορίζει το χωμάτινο δρομάκι. Ήδη είχε αρχίσει να ακούει τις σκέψεις των ανθρώπων
από τα γύρω χωριά. Στην Ευρύχου κοντοστάθηκε για να κάνει ώτοστοπ γιατί είχε
κουραστεί. Μόνο αφού πέρασε πολλή ώρα και αρκετά αυτοκίνητα κατάλαβε ότι ήταν
αόρατος.
Και έτσι έφτασε στο πρώτο σπίτι της Λευκωσίας πεζή.
Και μπήκε.
©Χρίστος Ροδούλλα Τσιαήλης