Μιτσής ψευτοπαλλίκαρον
που τζιείνους τους αδρώπους
π’ ακουούσιν τους φίλους τους
τζιαι κάμνουν της κκελλές τους,
πάλε χαπάριν έπιασεν
ν’ αφήκει τη δουλειάν του
τζι αππώθηκεν τζι εφώναζεν
τη μάνα του εξιτήμασεν
σύξηλην επαράτησέν την
τζι’ άγνωστους δρόμους έπιασεν...
Να πάει θέλει πιο μακρά
που το χωρκόν του αλάρκα,
να μεν ειβλέπει πιον θερκά
στον ύπνο, του τες νύχτες
να τον ακκάνουν άγρια
σιήλλες φαρμακορίχτρες.
Πρώτη φοράν που η μάνα του
ένοιωσε να ραϊζει,
μεσάνυχτα εσσιάστην τον
στο πρώτο το σκαλίν να κουτσουβλά,
κρυφά να ξεπορτίζει.
Μα τούτον της το ράϊσμαν
της γης το βάρος ούλλον
ποττέ της εν το έδειξεν,
μεσάνυχτα εσσιώπησεν
τζιαι μέσα της βαθκιά
ο πόνος της εκρύφτην.
Σα μάνα τον εφύλαξεν
κρυφά να γίνει τοίχος
να χτίσει μέσα της βαθκιά
τη δύναμη της ώρας...
...Της ώρας τζιείντης άγιας
που ο γιος της πιον εννάρτει
τζι έννα της πει ούλλον χαράν
θωρώντας τη με ύφος
δίχα σιημμένην την κκελλέν
δίχα να ντρέπεται
δίχα να πει συγνώμην
«Μάνα πάντα εθθυμούμουν σε!»
Τζιας επεράσαν γρόνια
τζι ας μεν της έστειλεν ποττέ
με γράμμαν
με μιαν κάρταν..
Μα τζιείντην ώραν το πρωίν,
που έννα ακροφανεί ο ήλιος,
το ‘φτιν το τζιμισμένον
τον κόκοραν που εννά κρωστεί,
το μμάτιν έννα πεταχτεί
γεμάτον που γαρίλλαν,
πρώτη βολάν ανήσυχον
τζιαι υποψιασμένον.
«Κάποιος εννάρτει σήμμερα,
τωρά, πού εν’ η φορεσιά μου,
που ένι το μαντήλιν μου το παρταλόν?»
Η μάνα ούλλον δύναμην,
τζιείνην που φύλαξεν
που τζιείντα μεσάνυχτα
μέραν τωρά την φκάλλει
τζιαι λέει του μ’ αγάπην
που μέσα που την πόρτα
που ήτουν κράνοιχτη,
πριχού τζιείνος πατήσει
το τελευταίον το σκαλίν,
τζι ακούστηκε πιότζει που το γιον,
«Ξέρω το, γιόκκα μου, τζι’ εγιώ»
τζι’ αγκάλλιασεν τον πρώτη...
που τζιείνους τους αδρώπους
π’ ακουούσιν τους φίλους τους
τζιαι κάμνουν της κκελλές τους,
πάλε χαπάριν έπιασεν
ν’ αφήκει τη δουλειάν του
τζι αππώθηκεν τζι εφώναζεν
τη μάνα του εξιτήμασεν
σύξηλην επαράτησέν την
τζι’ άγνωστους δρόμους έπιασεν...
Να πάει θέλει πιο μακρά
που το χωρκόν του αλάρκα,
να μεν ειβλέπει πιον θερκά
στον ύπνο, του τες νύχτες
να τον ακκάνουν άγρια
σιήλλες φαρμακορίχτρες.
Πρώτη φοράν που η μάνα του
ένοιωσε να ραϊζει,
μεσάνυχτα εσσιάστην τον
στο πρώτο το σκαλίν να κουτσουβλά,
κρυφά να ξεπορτίζει.
Μα τούτον της το ράϊσμαν
της γης το βάρος ούλλον
ποττέ της εν το έδειξεν,
μεσάνυχτα εσσιώπησεν
τζιαι μέσα της βαθκιά
ο πόνος της εκρύφτην.
Σα μάνα τον εφύλαξεν
κρυφά να γίνει τοίχος
να χτίσει μέσα της βαθκιά
τη δύναμη της ώρας...
...Της ώρας τζιείντης άγιας
που ο γιος της πιον εννάρτει
τζι έννα της πει ούλλον χαράν
θωρώντας τη με ύφος
δίχα σιημμένην την κκελλέν
δίχα να ντρέπεται
δίχα να πει συγνώμην
«Μάνα πάντα εθθυμούμουν σε!»
Τζιας επεράσαν γρόνια
τζι ας μεν της έστειλεν ποττέ
με γράμμαν
με μιαν κάρταν..
Μα τζιείντην ώραν το πρωίν,
που έννα ακροφανεί ο ήλιος,
το ‘φτιν το τζιμισμένον
τον κόκοραν που εννά κρωστεί,
το μμάτιν έννα πεταχτεί
γεμάτον που γαρίλλαν,
πρώτη βολάν ανήσυχον
τζιαι υποψιασμένον.
«Κάποιος εννάρτει σήμμερα,
τωρά, πού εν’ η φορεσιά μου,
που ένι το μαντήλιν μου το παρταλόν?»
Η μάνα ούλλον δύναμην,
τζιείνην που φύλαξεν
που τζιείντα μεσάνυχτα
μέραν τωρά την φκάλλει
τζιαι λέει του μ’ αγάπην
που μέσα που την πόρτα
που ήτουν κράνοιχτη,
πριχού τζιείνος πατήσει
το τελευταίον το σκαλίν,
τζι ακούστηκε πιότζει που το γιον,
«Ξέρω το, γιόκκα μου, τζι’ εγιώ»
τζι’ αγκάλλιασεν τον πρώτη...
3 comments:
Thanks for your comments dear.
I have gone through some of your poems on this page,interesting... .
whats the source of all u write or are made to write?
Thank you for your comments myself. Source is that I belong to the worried species called sophist.
@samar (above comment for samar). I'll be reading you
Post a Comment