Πώς ένα μπουμπούκι κάποιου κάκτου σε γλάστρα μπαλκονιού
που κρέμεται να λέει τον πόνο του σε φτωχογειτονιάς το δρόμο,
ανεμοδέρνεται, τ’ αγκάθια το τσιμπάνε
και τα παιδιά χωρίς γονείς το φτύνουν και γελάνε
μα δεν πτοείται, αντέχει κι αναμένει άθικτο
για το όμορφο εκείνο πρωινό όταν θ’ ανοίξει
ισόρροπο στο άπειρο με τη γύρη να ερωτοτροπήσει…
Πώς τ’ αετού το τρίτο αυγό απ’ τη φωλιά όταν πέσει,
κυλάει σε γκρεμούς, χτυπάει σε πέτρες, σε κλαδιά
ποταμοί το παρασύρουν, στη θάλασσα να φτάσει,
κι εκεί σου σκυλόψαρου το στομάχι να εκκολαφθεί
και μόλις μ’ αναγούλες τ’ απορρίψει
σε βραχάκι για να ξεβγαλθεί
και τυχαία εκεί να βρει το ταίρι της καρδιάς του.
ισόρροπο στο άπειρο το γλάρο θα φιλήσει…
Έτσι κι εγώ, αετέ μου,
λουλούδι αφού με ονομάσανε,
άρπαξε με, θα κολλήσω στα στιβαρά σου πούπουλα
κι αν θύμηση έχεις όσο ψηλά και να πετάς,
στης φτωχογειτονιάς το μπαλκονάκι
θα μ’ αφήσεις, με τον κάκτο να αγαπηθώ.
που κρέμεται να λέει τον πόνο του σε φτωχογειτονιάς το δρόμο,
ανεμοδέρνεται, τ’ αγκάθια το τσιμπάνε
και τα παιδιά χωρίς γονείς το φτύνουν και γελάνε
μα δεν πτοείται, αντέχει κι αναμένει άθικτο
για το όμορφο εκείνο πρωινό όταν θ’ ανοίξει
ισόρροπο στο άπειρο με τη γύρη να ερωτοτροπήσει…
Πώς τ’ αετού το τρίτο αυγό απ’ τη φωλιά όταν πέσει,
κυλάει σε γκρεμούς, χτυπάει σε πέτρες, σε κλαδιά
ποταμοί το παρασύρουν, στη θάλασσα να φτάσει,
κι εκεί σου σκυλόψαρου το στομάχι να εκκολαφθεί
και μόλις μ’ αναγούλες τ’ απορρίψει
σε βραχάκι για να ξεβγαλθεί
και τυχαία εκεί να βρει το ταίρι της καρδιάς του.
ισόρροπο στο άπειρο το γλάρο θα φιλήσει…
Έτσι κι εγώ, αετέ μου,
λουλούδι αφού με ονομάσανε,
άρπαξε με, θα κολλήσω στα στιβαρά σου πούπουλα
κι αν θύμηση έχεις όσο ψηλά και να πετάς,
στης φτωχογειτονιάς το μπαλκονάκι
θα μ’ αφήσεις, με τον κάκτο να αγαπηθώ.
No comments:
Post a Comment