Το γέρικο δέντρο όταν πέφτει
κάνει ένα γδούπο που τρομάζει την πλάση
και στέλνει ένα τρέμουλο που ραγίζει τη γη.
Έζησε χίλια έτη πάνω και κάτω
μάζεψε κι έδωσε
έφαγε και τάισε
χάρισε σκιά
χάρισε πνοή
χάρισε ομορφιά
χάρισε σοφία
χάρισε την ειρήνη της σιγής.
Το γέρικο δέντρο όταν πέφτει
γέρικο δεν λογιέται.
Γιατί κρύβει ζωή του μέλλοντος περίσσεια
στα σκληρά του κλαδιά
στον τεράστιο κορμό.
Να πιάνουν ξύλο οι γενεές που έρχονται
να ανάβουν φωτιά να ζεσταίνεται η σκέψη
να ανάβουν φωτιά να θεριεύει η απόφασις
να ανάβουν φωτιά να θερμαίνει το πάθος
να ανάβουν φωτιά τον εχθρό να τυφλώνουν
-μόνος να καεί στις δικές του εστίες-
Χίλια χρόνια θα ανάβει φωτιά ο λαός
από ετούτο το γέρικο δέντρο
γιατί το ξύλο του έζησε τη γη που υπηρέτησε
με όλο το ζήλο του ηγέτη και του υπηρέτη
που αγαπά ένα τόπο με τους ανθρώπους του μέσα
Το γέρικο δέντρο όταν πέφτει
αφήνει πίσω μια τεράστια τρύπα
έτσι όπως οι ρίζες ξεβουλώνουν το μυστήριο της ζωής
που έκρυβε η τεράστια ύπαρξη τόσους αιώνες.
Στην τρύπα ετούτη θα εισέλθουν πολλοί.
Θα ψάξουν να βρουν τους χυμούς που εμείνανε
θα ψάξουν να βρουν την αρχή και το τέλος.
Μα όπως στην τρύπα θα μπούνε
οι ίδιοι θα γίνουν τα νέα βλαστάρια
γιατί ένα νέο τεράστιο δέντρο
-τέτοιο-
σίγουρα θα χρειαστεί
για να αποκατασταθεί η ισορροπία
που διατάραξε ο τεράστιος γδούπος
αυτού του γίγαντα που έπεσε,
πλήρης ημερών,
και δόξης πλήρης.
Γλαύκος Κληρίδης,
ένα όνομα, ένα μεγάλο δέντρο,
και θα τιμάται αιώνια.