Wednesday, March 24, 2021

Τι Θα ‘Πρεπε Η άνοιξη


 

Η αιθέρια ετούτη ύπαρξη


κόρη πολύχρωμη, ωραία, στην ώρα της

μα πόσο θλιβερά προσωρινά ταγμένη

την αγαπά ο ουρανός κι άμα τη δει παύει το κλάμα

δειλά όπως σιμώνει τόσο φεύγει αγίνωτη

επιτρεπόντων των γιγάντων του θέρους και της παγωνιάς

που σε στεριά και θάλασσα διαφεντεύουν

κουμάντο κάνουν στο νερό

μια το στεριώνουνε μια το αφανίζουν

την κόρη μοιάζουν να φθονούν

όπως το χώμα σκληραίνουν με χλαίνη άγρια,

σκοτεινή σαν έβενος,

σαν βαθύχρωμο χακί

στη σατραπεία τους

σπόρος να μη βλαστήσει



κι ανέμους απ’ τα γεννοφάσκια τους

άγριοι να γίνουν μέρα τη μέρα –δες- τρενάρουνε

κι όλο τα ζωντανά τρομοκρατούν

φωλιές στέρεες να κτίσουν

εκεί που τέτοια κόρη πολύχρωμη

ποτέ ξανά δεν θα χορέψει.



Κι άμ’ αποκάμουν καθιστοί στον θρόνο τους,

τον κήπο λεύτερο αφήνουν πάλι

να ζωγραφίσει η μορφονιά

το στερέωμα να χαρεί για λίγο



κι έρχονται πλάσματ’ ασπρόμαυρα

που θέλει η κόρη να τα δει

να τα προϋπαντήσει

με χρώματα πενήντα δυο και μυρωδιές ογδόντα

να τα τρατάρει απλόχερα

με φτερωτά ζωύφια ένα σωρό



και στο μαλακωμένο χώμα

λεπτόμακρα πλάσματα και στρογγυλά

σ’ ερωτικό χορό

του κόσμου η πέμπτη ουσία



γυμνά τα δέντρα κακοφορμισμένα πώς την περιμένουνε

πράσινα μάτια ν’ ανοίγουνε με δάκρυα το πρωί

το μεσημέρι άνθη περήφανα

μισό-μεστοί τ’ απόγευμα καρποί πώς ροζιασμένοι

για τις θέρμες έτοιμοι θε να την αποχαιρετήσουν.



Έπρεπ’ η άνοιξη πιότερο να διεκδικεί,

ένα λιβάδι ολόγιομο σε κάθε γη

απ’ άκρη σ’ άκρη

αιώνια να την φιλοξενεί

χωρίς φωλιές με δρόμους ενωμένες

Έπρεπε να ρωτάει τις μέρες αν την αγαπούν

κι αν ναι έλεγαν να τις τιμήσει όπως αυτή ποθήσει

κι όχι με τη βουλή των άλλων



Έπρεπ’ η σάρκα της να ‘ν' πιο τρανή

βαθιά τα σπόρια της στα έγκατα του Άδη

ζωή από ‘κει ν’ αντλούν μέχρι να ξεμυτήσουν

κι ο παγετός κι ο καύσωνας

μύθοι να γίνονταν παλιοί

το έρεβος να θυμίζουν



Και οι ισορροπίες της νέας γης

καινούρια τροπή να ‘παίρναν

ζώα πανέμορφα παραμύθια στα εγγόνια τους να λεν

για τους ανθρώπους των παλιών καιρών

πριν σταματήσουνε να κτίζουν

και στις μυθοπλασίες τους

να τους φαντάζονται οι συγγραφείς μιας άνοιξης αιώνιας

επάνω σε τραμπάλες τραγανές

που όσο τρώγονται τόσο ξαναβλαστάνε

ως διαφαίνεται.



Η άνοιξη έπρεπε να ρωτάει τους μήνες αν την αγαπούν,

έπρεπε να ‘ναι πιο βίαια, πιο αισχρή,

τους γίγαντες να μικραίνει.

έπρεπε η άνοιξη πιότερο την Άνοιξη ν’ αγαπά.

No comments:

Follow me fb