Wednesday, March 24, 2021

Νέες Οδηγίες #373 Σφίγγα 2020


 

Μας σταμάτησες απότομα.

Το τρανό σου κεφάλι

το θηριώδες σου σώμα

έφραξαν την πορεία

που χρόνια τιμονιάραμε με μαεστρία.


Πανικός

διαφωνίες

μεγάλη αδημονία

κάποιοι μπροστά μαζί σου συζητούσαν

"αίνιγμα"

ακούστηκε στις πίσω μαζώξεις,

"αίνιγμα ν' απαντήσουμε".


Αίνιγμα, λοιπόν, αλλιώς δεν προχωρούσαμε.

Με οργή πια σπρώχναμε να πάμε εμπρός,

να απαντήσουμε εμείς,

και τι ξέρανε εκείνοι από αινίγματα και τέτοιους υπολογισμούς;

Τέτοια άκουγα και έκανα βήματα πίσω,

άρχισα να κρύβομαι

άρχισα να ντρέπομαι,

ποιοι ήμασταν εμείς

να αψηφήσουμε την ικανότητα των ηγεμόνων;


Σειρά τη σειρά

αρχίσαν μεταξύ τους να σκοτώνονται

αυτοί που χρόνια τώρα το σκοινί είχαν τεντώσει,

σταμάτησαν να μιλάνε αυτοί που κάποτε

πολύ κοντά βρεθήκαν,

μα όλοι, όλοι σπρώχναμε

εγώ για αποδέσμευση

οι άλλοι για εμπλοκή.



Το θεριό απέναντι αγνάντευε στο πλήθος μας

με μια ευχαρίστηση ειδεχθή,

ήταν επιβλητικό το σκανάρισμα της φλογερής ματιάς του,

ήταν ωσάν να πέτυχε

να περπατεί στο πλάι μας

χωρίς πόδι να κουνήσει.



Ξάφνου ορκίζομαι ένιωσα

-εγώ προσωπικά- (όσο κι αν ντρέπομαι που το λέω)

πως κοίταξε εμένα αποκλειστικά

όπως στεκόμουν τελευταίος

στων αντιμαχούντων τις ορδές,

κι όπως απέστρεψα το βλέμμα μου,

το έψαξε ξανά με τα τεράστιά της μάτια.



Με ήθελες να απαντήσω εγώ,

με ήθελες να πρωτοστατήσω,

την ιεραρχία ν΄ αψηφίσω,

να υπερπηδήσω επιστήμονες, ανθρωπολόγους

τα έξυπνα παιδιά σχολείο με σχολείο

που το αίνιγμα συζητούσανε -και τι ωραίο αυτό- με τους καθηγητές,

ήθελες εγώ, ο τελευταίος, μπροστά να έρθω,

να σε αντικρύσω

ίσως να έφτιαξες το αίνιγμα αυτό για να μην απαντηθεί

ίσως να έφτιαξες το αίνιγμα για να το απαντούν οι τιποτένιοι.


Όποια και να ήτανε η βουλή σου,

έπρεπε να κάνω το πρώτο βήμα για να περάσω σειρά

"δεν την φοβάσαι, έτσι τρανή κι αγέρωχη, έξυπνη, δολοπλόκα";

παιδί με ρώτησε κρατώντας του παππού το χέρι

δεν είχα ν' απαντήσω,

οπισθάγκωνα δεμένος

και στο μυαλό πια δεσμευμένος

να υπολογίζω

τη λύση έτοιμη να είχα

όταν θα έφτανα μπροστά της,

και πώς θα εξηγούσα στο παιδί

ότι για εκείνο θα το έκανα,

κι ότι η πορεία εξαιτίας μου διεκόπη;



Στο δεύτερο βήμα μου επιτεθήκανε οι τραυματισμένοι,

με δάγκωναν σαν σκυλιά, μου σκίζανε σαν ύαινες τα ρούχα,

φίδια που με δηλητηριάζανε

με κάψαν

με κρεμάσαν.



Στην πρώτη σειρά όταν έφτασα κακήν κακώς

χωρίς μάτια πια,

χωρίς φωνή,

χωρίς φύλο,

συρόμενος ο ίδιος σαν φίδι πλέον,

μα ένα φίδι άκακο,

χωρίς μήλο, χωρίς φαρμάκι,

σαν άδειο φουσκωτό επιπλέον,

(και ποιους είχα ξεχάσει στην πορεία),

γλυκά, συνετά η Σφίγγα με καλωσόρισε.



Ήμουν αμήχανος, δεν είχα κάτι να της πω.

Άπλωσε το πόδι της

και σύρθηκα επάνω,

κι όπως μου ψιθύρισε στ' αυτί,

όλα άλλαξαν το επόμενο λεπτό.

Βρήκα ξανά τη μορφή μου,

βλάστησαν χέρια, πόδια, στάθηκα,

καλλωπίστηκα,

και έτοιμος έγνεψα σε όλους να περάσουν.


Το αίνιγμα είχε απαντηθεί

χωρίς λέξη να ξεστομίσω,

γιατί άλλο αίνιγμα απ' αυτό δεν ήξερε η Σφίγγα να ρωτάει

μα εμείς πώς να γνωρίζαμε

μια λεπτομέρεια τέτοια,

αφού στης ιστορίας τα κιτάπια δεν ψάχνουμε

σαν έρχονται οι μεγάλες προκλήσεις.

Το αίνιγμα είχε απαντηθεί

γιατί ήμουνα εκεί,

γιατί η απάντηση είναι πάντα η ίδια

και πάντα τη χάνουμε κατά καιρούς

ωσότου η πορεία διακοπεί

και κάποιος υποφέρει ως άνθρωπος

κάποτε εσύ, κάποτε εγώ,

για να πεισθεί η Σφίγγα.

No comments:

Follow me fb