Wednesday, March 24, 2021

Νέες Οδηγίες #372 Καζαμίας, Βενετία, Μετεμψύχωση

 



Νέες Οδηγίες #372 Καζαμίας, Βενετία, Μετεμψύχωση

(31/12/2019)

----------------------------------------------

Θέλει να κρύψει το πρόσωπό του

από το ψεύτικο φως που τον κατατρέχει

σε λεωφόρους ανεξήγητες

από τρεχάμενες σαν δαίμονες άμαξες δίχως άλογα με έγκλειστους αμαξηλάτες

από παράθυρα κτιρίων που αγγίζουν τα σύννεφα που πάντα φοβόταν.



Κρυμμένος στη γωνιά δυο αγνώστων σοκακιών που περίεργα μυρίζουν

σκίζει το δέρμα από το ιερόμορφο σακάκι του ζαλισμένου ιππέα

ασταθώς καθήμενου σε άλογο ψεύτικο με δυο ρόδες για πόδια.

Φτιάχνει μια Μπαούτα* και κρατάει το πηγούνι ψηλά

ψάχνει στην γκρίζα, πέτρινη πλατεία που βρέθηκε απρόσμενα

ψάχνει με απόγνωση, φωνάζει, μα κανείς δεν ακούει

δεν ξέρουν προφανώς ο «άμβωνας» τι είναι

και δεν του απαντούν

κοιτάν προσηλωμένοι σε μικρά φωτεινά κουτιά

μα αυτός πρέπει να ανέβει να φωνάξει

για τα φαινόμενα τα μετεωρολογικά

θέλει να τους μιλήσει για το αλμανάκ της εικοσαετίας που έφυγε

να τους μιλήσει για τα κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα της εικοσαετίας που έρχεται.

Μα θυμάται θλιμμένος πως ποτέ ο ίδιος δεν υπήρξε.

Καταριέται τη μάσκα

την πετάει σε έναν βαθύ υπόνομο

μα δεν είναι κανάλι

κι οι γόνδολες πια φύλλα κίτρινα που κυλάν σε ρυάκια βροχής ξινής.



Καταριέται τον εμπνευστή του.

Καταριέται τους ανθρώπους.

Καταριέται την καταγραφή των γεγονότων και την πρόβλεψη.

Καταριέται τον Θεό.

Καταριέται την αμφίβολή του ύπαρξη.

Καταριέται την Comedia Del’ Arte* που ενέπνευσε τον δημοσιογράφο

να κρυφτεί πίσω απ’ τα γραπτά παρά μια μάσκα να φορέσει

και τι εύκολο που θα ήταν

παρά να τον δημιουργούσε και να τον γυρόφερνε

έναν τρελό που προειδοποιούσε.



Κάθεται.

Κλαίει γοερά

κλαίει σαν έκλαψαν όλα τα αδέλφια κι οι μανάδες των θυμάτων της Πανώλης

κλαίει σαν όλο το νερό που πνίγει κάθε χρόνο την πόλη

κλαίει σαν τη Μεσόγειο που στέκει ακόμη συμπαγής

τρεμάμενη μη χάσει νερό από τους ωκεανούς που παραμονεύουν

κλαίει σαν ερωτευμένος στη Γέφυρα των Στεναγμών.

Η πόλη πνίγεται.

Πεθαίνουν όλοι.

Μετανοιωμένος σηκώνεται.



Αρπάζει μια καθημερινή εφημερίδα

τη βουτάει στο νερό

φτιάχνει χάρτινο πολτό και τον στύβει

η μέρα κοντεύει να κλείσει

όλο και πιο κοντά στα πρώτα του μεσάνυχτα κρυμμένος σε σώμα σάρκινο

πλάθει με αγνώριστη μανία

φτιάχνει στη νέα του μάσκα εκφράσεις

φτιάχνει χαρά, φτιάχνει θλίψη, φτιάχνει θυμό

μα ο πολτός όλο ξηραίνεται και ραθυμεί

τα παρατάει όλα και φοράει τη Βόλτο*

«έτσι θα είναι καλύτερα για να τους μιλήσω για τα φαινόμενα τα νέα τα ψυχολογικά και το τι μέλλει γενέσθαι»

και ανεβαίνει τρομαγμένος τις σκαλωσιές

προς μια γέφυρα που κτίζεται στο εμπορικό.

Κοιτάει τριγύρω

δεν έχει κοινό

κι ήθελε τόσο πολύ να μιλήσει

για το φαινόμενο το βιολογικό

που είδε σαν όραμα

για τη γέννηση του Θεανθρώπου

τη γέννηση του εαυτού του

τη γέννηση του χρόνου

και τότε –ξαφνικά- κατάλαβε.

Ο εμπνευστής του δεν ήτανε εγκληματίας

για να φοράει μάσκες και να κρύβεται στο πλήθος

δεν αγαπούσε την ανώνυμη ισότητα

δεν ήταν μοναχός σε οίστρο να επιδίδεται σε συνουσίες συνοικιακές

δεν ήταν ο χαρούμενός τους δημοσιογράφος

για να φοράει τη μάσκα του Τζέστερ*

και να τους αφηγείται ευχάριστα συμβάντα.

Ήθελε να καταγράφει σε ημερολόγιο ανώνυμο τα φαινόμενα

κι ήθελε ένα όνομα να κρύψει το δικό του

κι ήταν αυτός το όνομα.

Το όνομα.

Μόνο.



Σπάει μια βιτρίνα κι αρπάζει την πορσελάνινη κούκλα.

Τη συνθλίβει σε κομμάτια σαν θρύψαλα μνημών που απορρίφθηκαν και μ’ αυτά φτιάχνει τη μάσκα του Ντοτόρε Πέστε*.

Ενδύεται τήβεννο κι αρχίζει.



Ξέρει πια πως δεν θα γράψει ξανά στο ημερολόγιο

και πως αυτά θα είναι τα μόνα του μεσάνυχτα στη γη.

Περιπλανιέται στην πόλη και μιλάει στα πτώματα

Τα βρίσκει στα κτήρια

Τα βρίσκει σε τεράστιους υπόγειους σταθμούς

τα βρίσκει σε πάρκα κοντά σε γλυπτά αποκρουστικά

τους λέει λόγια παρηγορητικά

τους λέει μια μέρα πως θα έρθουν ξανά

πως το τέλος δεν έρχεται ποτέ απ’ το νερό

πως το νερό λειώνει τις μάσκες

και κρατάει μνήμη

να μην ανησυχούν

να μην ανησυχούν.

Να μην ανησυχούν.



Κτυπάει ο δείκτης μεσάνυχτα.

Βγάζει τη μάσκα.

Κλείνει τα μάτια.

Κυλάει ένα τελευταίο δάκρυ.

Στο χέρι του το αλμανάκ,

γράφτηκε μόνο του

σαν μιλούσε στους νέους του φίλους

που μαζί ξεκινήσαν το ταξίδι αυτό το ευχάριστο

στη νέα εικοσαετία.


Copyright Χρίστος Ρ. Τσιαήλης



σημειώσεις:

-------------‐-----

*Μπαούτα: Βενετσιάνικη μάσκα (για άντρες και γυναίκες, τρίγωνο πηγούνι)

*Comedia Del’ Arte: Ιταλικό Θέατρο, με μάσκες, 16ος 20ος αιων.

*Βόλτο: Βενετσιάνικη μάσκα (πρόσωπο χωρίς συναίσθημα)

*Τζέστερ: Βενετσιάνικη μάσκα (ο γελωτοποιός)

*Ντοτόρε Πέστε: Βενετσιάνικη μάσκα (ο γιατρός της Πανώλης, στην comedia del’ Arte)

No comments:

Follow me fb