Το χώμα που σερνόμουνα
τις εποχές του πόνου
έγινε πολυμερικός πηλός
έγινε σπίτι στιβαρό
έγινε πύργος άκαμπτος
έγινε μαύρο άγαλμα αιώνων εκατό
με αγκαλιά ανοικτή
με άπλετη σκιά φιλόξενη
λίγο να ξαποστάνω
το χώμα που σερνόμουνα
με τόση αβεβαιότη
γρασίδι έγινε πυκνό
ξανθός κήπος βασιλικός
δάσος στο πιο ψηλό βουνό
και αναπνέουν οι άνεμοι ήρεμα
απ' την Εδέμ να φέρουν μυρωδιές
πώς διασκεδάζουν το περίεργο
ετούτο καρδιοκτύπι
σαν τη ζωή μου αναπολώ
το χώμα που σερνόμουνα
με κάθε νέα θλίψη
σ' εμέ τον παλινέκπτωτο
έλεγε πάντοτε ψιθυριστά
τριβόμενο στο σώμα μου
για ν' αποκτήσει ήχο,
πως δεν υπάρχει ανέβασμα
αν δεν υπάρχει η βάση
και μού 'λεγε σε τόνο σοβαρό
πως από 'κει γεννήθηκα
και του χρωστάω χαρά,
και του χρωστάω μορφή
και του χρωστάω χάρη,
και τότε ήταν που κατάλαβα
κοιτάζοντας τα χέρια μου
πως ήταν δανεικά
δικά μου μόνο όσο έκτιζα
και κοίταξα το σώμα μου
και ήξερα πια σίγουρα
πως θα είχα το δοχείο ετούτο
για όσο καιρό σερνόμουνα
το χώμα να μαζεύω.
No comments:
Post a Comment