Η λογική των κατοίκων προκαλείτο
στις μάζες και στα άτομα ένα ένα,
κανείς να εξηγήσει δεν νοήτο
η νέα απόφυση της πόλης
τι ήταν και τι εσήμαινε,
κανείς μες το μυαλό του το ίδιο
κανείς σε έτερες διαβουλεύσεις μάρτυρας.
Από του Δήμου τις ανακοινώσεις στον [-----]καμία αναφορά
στα μπιλμπόουρντς καθόλου τραγούδια σχετικά
μα όλοι και όλα από ‘κει πλέον έπαιρναν ρότα
όλοι και όλα από 'κει περνούσαν καθημερινά
και τα βράδια τα φιλιά εκεί δίνονταν κρυφά.
Όνομα δεν του δίναν
μόνο το φως αναγνωρίζαν
και αγνοούσαν τον κορμό
έναν τεράστιο όγκο τροφαντό
γύρω του τ’ αμάξια βιαστικά
πεζοί με το δακτυλάκι ν’ αγγίζουν ντροπαλά
κορίτσια ν’ ακουμπούν τις πλάτες
και να τρίβουν σαν αρκούδες τον οίστρο να φύγει για μετά
τα γεροντάκια τις μασέλες σε ακονίσματα εκστατικά
να ονειρεύονται χαμόγελα για τις γριές τους μαγικά
και τα παιδάκια με ενθουσιασμό
να μαθαίνουν στον κούφιο του κορμό
του κυμβάλου τον ρυθμό.
-Όλα-
(όπως πάντα συμβαίνει στις αλληγορίες),
ξεκίνησαν με την κλεμμένη ιδέα
της δολοφονημένης ευφυίας
που δεν θα έμενε στην ιστορία
παρά από τον σφετεριστή.
Εκεί, σε μια όρθια ευθυτενή κατασκευή,
που [-----] θα την ονομάζαν
θα ήταν μετρημένες της πόλης οι απόλυτες διαστάσεις
των μαθηματικών η μέγιστη σπαζοκεφαλιά του αιώνα εκείνου
θα ήταν των αρχιτεκτόνων έργο ζωής
ίδιο ύψος με τον μέσο όρο των ακτινών μιας πόλης
που ουδαμώς ομοίαζε με μια πλατωνική ουτοπία,
κανένας στρογγυλεμένος αριθμός
που θα δώσει αρμονία,
μια αλλοπρόσαλλη αστική χωριδομετρία,
ο Βορράς της καταπιεσμένος
ο Νότος παραφουσκωμένος
η Δύση αποκομμένη από λόφους εφτά
και στην Ανατολή μια κοίλη αγιάτρευτη στην ιερά πλευρά.
Ποια διάμετρος, ποια ακτίνα,
και πώς το βάρος της αστικής σημασίας
θα μετρούσαν,
τον όγκο της πολιτικής αδιαφορίας
πώς θα τον αφαιρούσαν,
τις διαστάσεις της συνήθους διαφθοράς
πώς θα τις διαιρούσαν;
Οι αρχιτέκτονες και οι πολιτικοί μηχανικοί σχεδόν νεκροί χωρίς αιτία,
υπολογισμοί,
σχεδιασμοί,
διαφωνίες,
διαμάχες,
απολύσεις και χειραγωγήσεις,
η απόλυτη σύγχρονη βατραχομυομαχία
«πῶς μύες ἐν βατράχοισιν ἀριστεύσαντες ἔβησαν,
γηγενέων ἀνδρῶν μιμούμενοι ἔργα Γιγάντων».
Έπρεπε ο [-----] να είναι τόσο χαλαρός
όσο θα ήτανε αλύγιστος
στον επικείμενο άνεμο και στον σεισμό.
Ως επροβλέπετο,
λίγο πριν την ολοκλήρωση,
έγιναν πρόωρα εγκαίνια
και δόθηκε εν μέρει προς χρήση,
(ή μάλλον προς διασκέδαση της περιέργειας των επενδυτών)
μα η λογική των κατοίκων με τον μυστήριο [-----] επροκαλείτο,
ενώ οι εκδότες με βιβλία αρτίων περιγραφών εφώναζαν «τυπωθείτο»
στα βιβλιοπωλεία εξαφανίζονταν ολόκληρα κεφάλαια
και οι σκισμένες σελίδες καμένες ανευρίσκονταν σε γκέτο και προάστεια.
Σε έκσταση οι ποιητές φώναζαν στους δρόμους λέξεις σχετικές
μα τους φιμώνανε παλάμες από μυστήρια πλάσματα.
Αυτή η αλληγορία δεν είχε μέση, τέλος και αρχή,
όχι, δεν ήταν του Φουκώ Πανόπτικον,
τον είχαν απορρίψει οι προύχοντες
σ’ εκείνου του αιώνα τη διαλογή,
κι ούτε και θα τον επινοούσαν από τύχη καρμική,
γιατί στον [-----]
κανείς δεν μπορούσε ν’ ανεβεί,
και για κανέναν δεν ήταν φυλακή,
και δεν ήταν ούτε κάποιο μεγαλειώδες σύμβολο φαλλικό,
μια Βιρτζίνια Γουλφ πώς να γεννιότανε
σε τέτοιο περιβάλλον κομφορμιστικό,
με την καλουπωμένη σεξουαλικότητα
ήδη τους δαμαστές των άγριων θηρίων να μολύνει
και τους μοχλούς της άμορφης κανονικότητας να διαβρώνει.
- Πώς; -
Και αλήθεια πώς οι εμπειρογνώμονες
για να ολοκληρώσουν την κατασκευή
να κατευθύνουνε τους κτίστες ικανά
να ανυψώσουνε κάτι σαν ιστό χωρίς σημαία
με παρωπίδες και πλάνα ματογυάλια;
Κατάφεραν, για να είμαστε πολιτικά ορθοί
να ανεβάσουνε τα υλικά
με γερανούς ανεβασμένους σε γερανούς
και με τα ντρόουνς
βίδες και καλώδια φορτισμένα.
Όλα μα όλα με ακρίβεια τα υπολογίσαν,
ξεχάσαν όμως κάτι.
Το φως, το φως
κανείς τους δεν εμέτρησε το φως,
την ένταση, το χρώμα, την πυκνότητα,
και την ταχύτητα της περιαγωγής,
πόσο θα βλέπανε αυτοί που στην πόλη δεν γεννήθηκαν.
και πόσο θα τυφλώνονταν τα γνήσια παιδιά της.
Και πώς –βεβαίως- θα έδιωχναν
από τα υπόγεια
βατράχους κι αρουραίους
που πληθαίνανε
όσο η ιστορία απέρριπτε
ως ένοχη τη μυθολογία.
© Χρίστος Ρ. Τσιαήλης
No comments:
Post a Comment