Wednesday, March 24, 2021

Νέες Οδηγίες #401 Σπουδή στη Φαντασία




(Καθόμαστε πλάι

απέναντι ένα βουνό, το φεγγάρι, μερικά σύννεφα.

Περνάει στο βάθος του δρόμου ένα μεγάλο φορτηγό.

Το παγκάκι μας ξύλινο, χρόνια άβαφο

επικίνδυνες πρόκες

να προσέχεις, μου λες

πριν το ξεστομίσω.

Δεν ξέρω πόσο σε αγαπώ,

μα πιο πολύ με ανησυχούν

οι δικές σου απαντήσεις)



Ι.

Πόσο μ' αγαπάς;

Αν το ρωτάς από ανασφάλεια

θα έλεγα κοιμήσου απόψε ήρεμα

απόψε και κάθε βράδυ.

Δεν είναι αυτό,

θέλω να κάνω σύγκριση.





ΙΙ.

Πόσο μ' αγαπάς;

Αν το ρωτάς από ανταγωνισμό

μάθε από τώρα ότι θα χάσεις

όλες τις μάχες

και τον πόλεμο,

και πως με κάθε ήττα σου

θα κλαίω γοερά

αν μου χαμογελάς





ΙΙΙ.

Πόσο μ' αγαπάς;

Δεν ξέρεις να μετράς, μου φαίνεται

δεν ξέρεις να μετράς τις ανάσες μου,

και δεν ξέρεις να ακούς,

δεν ξέρεις να ακούς

τους κτύπους της καρδιάς μου

τόσα χρόνια.





ΙV.

Αυτά δεν είναι τίποτα,

δεν ένιωσα καμιά ακόμη ήττα.

Πόσο μ' αγαπάς;

Κοίτα ψηλά, πέρα από το φεγγάρι.

Το ολόγιομο;

Άσε, σου λέω, το φεγγάρι

βάλε στη φαντασία σου

να χωρέσουν όλα τα αστέρια

όλοι οι πλανήτες

οι μετεωρίτες, οι κομήτες

κι ό,τι ουράνιο ακόμη δεν γεννήθη.

Νιώσε τις εκρήξεις

που κάνουν τον χρόνο να πάλλεται,

την ασύλληπτη έλξη

απ' τις φιλήδονες μαύρες τρύπες

τον βαρυτικό στροβιλισμό

αμέτρητων Γαλαξιών.

Κι αφού δεις όλα αυτά και καταλάβεις

αφέσου λιγάκι περισσότερο

βρες του τέλους το όριο

και κάνε ένα βήμα ακόμη.





V.

Πώς μ' αγαπάς;

Όπως το ζεστό νερό

σου κρατάει τα μάτια κλειστά

και σου χαϊδεύει το δέρμα

ανάβοντας το αίμα σου,

ωθώντας στην ανάγκη

να τρίψεις με πάθος

κάθε σημείο του κορμιού σου

να σβήσει το κιτρινωπό επίδερμα

του φθίνοντος νάρκισσου

με αφρό πλούσιο, ολόλευκο

σαν θεά που λειώνει

επιστρέφοντας

όλο το πάθος

που γνώρισε

τρεφόμενη από το αχόρταγο κενό

της οικουμένης

χιλιάδες χρόνια τώρα.

Κι όταν άμωμος μείνεις, αγνός,

θα είμαι η τελευταία σταγόνα

κρυστάλλινου νερού

που θα κυλήσει αργά

απ'τα μαύρα σου μαλλιά

στην καρωτίδα σου,

στο στήθος σου,

πίσω απ' τους μηρούς σου

ως κάτω στις γαλάζιες φλέβες

του αστράγαλού σου.





VI.

Πώς μ' αγαπάς;

Αν με ρωτάς για να τρυπήσεις τη σκέψη μου

για να ηδονιστείς

στη θέα των φαντασιώσεών μου

όταν γινόμαστε ένα,

σε διαβεβαιώ

πως θα τρομάξεις

αν δεις το πλήθος των σωμάτων

με τα δικά μας πανομοιότυπα

που συνουσιάζονται

τριγύρω και ανάμεσά μας.





VII.

Κοίτα το φεγγάρι απέναντι.

Πώς μ' αγαπάς;

Στο αριστερό μου χέρι ήλιος χρυσός

και στο δεξί μου η θάλασσα

αιώνια τρίβω την ιδέα της ένωσής μας

πλένω τους χυμούς μας

και καταπίνω το σύμπαν

σε έκσταση.





VIII.

Εσύ, δεν θες να με ρωτήσεις κάτι;

Όχι, ξέρω πως ακόμη

ούτε την παραμικρή ήττα δεν ένιωσες,

στον πόλεμο ετούτο

που αρχίσαμε

σε βλέπω πάνορμο,

τριπλά αρματωμένο,

και ξέρω καλά

πως ό,τι και να ένιωθα πάντοτε

στο παγκάκι αυτό

το ένιωθες κι εσύ.





IX.

Ώσπου θα έφτανες;

Το όριο το καθορίσαμε

την πρώτη εκείνη μέρα,

τα πλαίσια

και την οροφή.

Το τήρησες, το τήρησα,

όποτε προχωράς

σαν δεις ουράνιο τόξο

αφήνοντας πίσω

τον κουβά με τον χρυσό

φωνάζοντας με να σ' ακολουθήσω,

εγώ είμαι ήδη στο νησί

γυρνώντας τον χρόνο ανάποδα

και είμαι η Εύα

και είσαι ο Αδάμ

κι είμαστε εκεί σαν να μας έσμιξε

μηδέ η ζωή

μηδέ ο θάνατος

μηδέ το ανάμεσό τους,

κι εκεί σαν γαμηθούμε

γυρνάμε πίσω στο παγκάκι αυτό,

καλοβαμμένο, γυαλιστό

απέναντι βουνό, φεγγάρι

και σύννεφα χαριτωμένα.





X.

Ώσπου θα έφτανες;

Αφού μας έφερε κοντά ο θάνατος,

όταν ξανά μας διεκδικήσει

άσε πρώτα να φύγω εγώ,

μα μη μείνεις,

ξέρω τον πόνο που θα έρθει,

μη μείνεις, υποσχέσου,

αλλιώς θα σε παραδώσω εγώ

για να φύγω αμέσως μετά.

Τίποτα άλλο μη ρωτάς.

Άρχισε, έστω και τώρα,

ανάσες να μετράς.





(Καθόμαστε πλάι,

το παγκάκι φρεσκοβαμμένο,

απέναντι φεγγάρι κι ένα βουνό.

Νναα ππρροοσσέέχχεειιςς, λέμε ταυτόχρονα

κι αρχίζει μια ψιλή βροχή,

δεν γνωρίζω αν τα ουράνια τόξα φαίνονται το βράδυ,

μακριά ένας απροσδιόριστος βόμβος,

πλησιάζει).

No comments:

Follow me fb