όταν πουλί γεννάει αυγό ήδη το τσόφλι είναι σκληρό
περπάταγα ανάποδα να κλείσω έξω το φωςβαθιά μέσα στη μήτρα της ίσως πνιγώ
από ευτυχία
μα μέτραγε κεριά σε τούρτες και βαθμούς μες τα τετράδια
μια μια τις κουταλιές την κρέμα να φυτεύει μέσα μου
όταν γεράσω να γνωρίζω τι να τρώω
ο απαλός ιστός νόμιζα μου ταιριάζει πιο καλά
νυχθημερόν κοιμόμουνα σε κούπες στη θέση του καφέ
κι όλο τις πλένανε κι έτρεχα στο φουστάνι της να κρατηθώ μη με ξεχάσει
όταν ελάφι γεννηθεί το δάσος μεγαλώνει
πιάνει βουνό φιλά ουρανό
ρίχνει και ρίζα σκάβοντας βίαια για τον πυρήνα
- αμετανόητο -
λιγάκι κόλαση ρευστή να δοκιμάσει
όταν γεράσει να ξέρει τι να ονειρευτεί
περπάταγα ανάποδα το μέλλον για να φανταστώ
μα έκανε παρεμβολές
στιγμή τη στιγμή
ο πίνακας των πολλαπλασιασμών
που πάσκιζα να ξεχάσω
πώς ήτανε όλη η ζωή μου διαγώνισμα
χαστούκι κι αριστείο και δώρα που θα έπαιρνα αν…
την πίστευα, πάντα την πίστευα, λάθος δεν είχε κάνει
είχε αγκαλιά, είχε φιλιά
κι ωραίο αεροπλανάκι
τέτοιο απόψε πέρασε
έσκισε το στερέωμα
ανάποδα μού φάνηκε πετούσε
και υποκλίθηκε η γη στην προοπτική που ξαφνικά της έδινε
(τόσο ενθουσιασμένη)
που μαλάκωσε το δέρμα της κι απλώθηκε
να ξεχυθούν οι Φοίνικες παντού στην οικουμένη
βρήκα ευκαιρία διείσδυσα
εκεί πρώτη φορά ίσια να περπατήσω
στο μέγιστο πυρ δοσμένος
και αναπόλησα
το απόγευμα εκείνο που σχολάσανε απ’ τη δουλειά,
λίγο πριν ο έρωτάς τους ολοκληρωθεί στα σκοτεινά μ’ ένα κερί
το αληθινό μου μέλλον όταν πρώτο-γράφτηκε,
σαν είχα δύο σώματα, σκληρό και μαλακό.
μα μέτραγε κεριά σε τούρτες και βαθμούς μες τα τετράδια
μια μια τις κουταλιές την κρέμα να φυτεύει μέσα μου
όταν γεράσω να γνωρίζω τι να τρώω
ο απαλός ιστός νόμιζα μου ταιριάζει πιο καλά
νυχθημερόν κοιμόμουνα σε κούπες στη θέση του καφέ
κι όλο τις πλένανε κι έτρεχα στο φουστάνι της να κρατηθώ μη με ξεχάσει
όταν ελάφι γεννηθεί το δάσος μεγαλώνει
πιάνει βουνό φιλά ουρανό
ρίχνει και ρίζα σκάβοντας βίαια για τον πυρήνα
- αμετανόητο -
λιγάκι κόλαση ρευστή να δοκιμάσει
όταν γεράσει να ξέρει τι να ονειρευτεί
περπάταγα ανάποδα το μέλλον για να φανταστώ
μα έκανε παρεμβολές
στιγμή τη στιγμή
ο πίνακας των πολλαπλασιασμών
που πάσκιζα να ξεχάσω
πώς ήτανε όλη η ζωή μου διαγώνισμα
χαστούκι κι αριστείο και δώρα που θα έπαιρνα αν…
την πίστευα, πάντα την πίστευα, λάθος δεν είχε κάνει
είχε αγκαλιά, είχε φιλιά
κι ωραίο αεροπλανάκι
τέτοιο απόψε πέρασε
έσκισε το στερέωμα
ανάποδα μού φάνηκε πετούσε
και υποκλίθηκε η γη στην προοπτική που ξαφνικά της έδινε
(τόσο ενθουσιασμένη)
που μαλάκωσε το δέρμα της κι απλώθηκε
να ξεχυθούν οι Φοίνικες παντού στην οικουμένη
βρήκα ευκαιρία διείσδυσα
εκεί πρώτη φορά ίσια να περπατήσω
στο μέγιστο πυρ δοσμένος
και αναπόλησα
το απόγευμα εκείνο που σχολάσανε απ’ τη δουλειά,
λίγο πριν ο έρωτάς τους ολοκληρωθεί στα σκοτεινά μ’ ένα κερί
το αληθινό μου μέλλον όταν πρώτο-γράφτηκε,
σαν είχα δύο σώματα, σκληρό και μαλακό.
No comments:
Post a Comment