Αυτός ο βαριάνος κλεισμένος στις φυλακές υψίστης ασφαλείας
αναγκασμένος είναι να δουλεύει στα σκοτεινά
να αγγίζει το παγωμένο μέταλλο
κάποτε κτυπάει το κλομπ
όταν κρατούμενος προτάσσει απ’ τα κάγκελα τα δόντια
για να του κόψει κομμάτι
να χορτάσει από την πείνα που τους έχω επιβάλει.
Είναι εκεί κρυμμένοι, κλειδωμένοι στα κελιά
δεν υπάρχει φαΐ δεν υπάρχει νερό
τους εξαναγκάζω σε απεργία πείνας για να εξιλεωθούν
και έχω τον βαριάνο μου να εξασφαλίζει την ησυχία
βαθιά μες το κεφάλι.
Αυτός ο βαριάνος δεν έχει φτιάξει οικογένεια
κανείς εκεί έξω δεν τον περιμένει
μένει εκεί και βγάζει όλες τις βάρδιες
ο τέλειος δεσμοφύλακας, ποτέ δεν ζητάει μισθό
ποτέ δεν μου διαμαρτύρεται
και στο γραφείο μου σπάνια κοντεύει.
Μα, όσο κι αν ο καιρός περνάει απαρατήρητος
φιλτραρισμένος από τους σωλήνες της λογικόφιλης συνήθειας
έρχεται κάποτε θόρυβος απ’ τα κελιά της απομόνωσης
βαθιά μες τα υπόγεια ασφαλισμένα.
Είναι φωνές απόγνωσης ή είναι δοξασίες που τρώνε τους άφθαρτους τοίχους;
Τον στέλνω τις ώρες της βαθιάς ησυχίας που πιο πολύ ακούγεται ο βόμβος
να τους μιλήσει προς συνέτιση,
ίσως λιγάκι να τους φιλέψει με λίγο νανούρισμα
που τόσο τους έλειψε τους πρώτους εκείνους μήνες στο αντίσκηνο.
Τον στέλνω και με ένα κερί να δουν πως ίσως υπάρχει και η επιλογή του φωτός,
μα αυτοί είναι εκπαιδευμένοι στην παρερμηνεία,
είναι ναζί της επόμενης γενιάς που θρέφει άθελα μέσα του ο τέλειος άνθρωπος
είναι αξιωματικοί της μαύρης δυστοπίας,
που εκπαιδεύονται εκεί μέσα
τρώγοντας ένα παράξενο μίγμα δυστονίας
από σιωπή, σκοτάδι, παλμό ζωής και αναξιοποίητη φαντασία.
Κι έτσι όταν βλέπουν τον βαριάνο να κρατάει κερί
γλείφουν τα χείλη τους χορτασμένοι από
την ιδέα της μείωσης του φωτός
τον παρακαλούν να μείνει εκεί
ωσότου σβήσει στο χέρι του το κερί εντελώς.
Όταν ο βαριάνος μου επιστρέφει στους κατάδικους των επάνω κελιών
είναι απομυζημένος, τρέμει και ψιθυρίζει λόγια που θέλει να μου πει και ντρέπεται
απλώνει τα χέρια του και τους παρακαλεί να τον δαγκώσουν
μα εκείνοι αποστρέφουν το βλέμμα
και με παρακαλούν να ακούσω αυτά που έχουν οι ίδιοι να μου πουν
για τον πραγματικό ρόλο του βαριάνου.
Δεν ακούω
Δεν θέλω να με παρακαλέσουν να σηκωθώ απ’ το γραφείο
και να πάω ο ίδιος να αγγίξω το παγωμένο μέταλλο στα κελιά τους.
Δεν έχω τα κλειδιά, κανείς δεν τα έχει.
Γιατί αν ποτέ ανοίξω,
αυτοί θα πάνε στα υπόγεια και θα ανοίξουν τα κελιά της απομόνωσης.
Γιατί αν ποτέ ανοίξω,
από το βάθος όταν ακουστεί το τρίξιμο
από το τελευταίο κελί του διαδρόμου
θα περπατήσει προς τα έξω
το παιδί εκείνο
που φοράει το στέμμα στραβά.
Έχω ένα καλάμι, κάθομαι μόνος δίπλα σε ένα ποτάμι,
και περιμένω να περάσει ο σολομός για να τσιμπήσει.
No comments:
Post a Comment