Wednesday, March 24, 2021

Νέες Οδηγίες #402 Το τελευταίο δάκρυ του Χαλίλ Γκιμπράν

 



(γράφτηκε την ημέρα της μεγάλης έκρηξης στην Βηρυτό)




Ήμουν αέρινο, διαφανές

ένα σκληρό και παγωμένο σώμα,

καλοφτιαγμένο, συμπαγές.

Δεν άφηνα τους ήχους σας

στον δρόμο να περάσουν

δεν δραπετεύανε ποτέ

έξω τα μυστικά σας.

Με γυάλιζε συχνά η κυρά

λεκές μη μ’ ασχημίσει,

τα μάγουλά του ακουμπούσε το μωρό

να νιώσει του αγέρα

τα μαντάτα δροσερά.

Μέσα μου κρυφοκοίταζε η κόρη

τους περαστικούς τα δειλινά

ωσότου αντικρύσει εκείνον

να της χαμογελάει τρυφερά

σαν κέρναγε μαχαλεπί

όσους καθόντουσαν

για να μυρίσουν κάρδαμο

μες στον πικρό καφέ.



Εγώ πάντα διάλεγα

το φως που θα περάσει

εγώ τις ευωδίες

εγώ το φως

εγώ τις μελωδίες.



Πώς έγινε τέτοιο κακό

ποια μοίρα ασύλληπτη

κι ακατανόητη

με θρυμμάτισε

ένα συνηθισμένο πρωινό

κι έγινε το ζηλευτό μου σώμα

όπλο φονικό

διάφανες σφαίρες

μαχαίρια που κόβαν με βία

λεπίδες διαβόλων τρελών

και στράφηκαν

-τακτικός στρατός-

στις αγάπες μου,

τους σκίσαν τα μάγουλα

τους κόψαν τα άκρα

τα μάτια διαπέρασαν.

Πώς έγινα έξαφνα

φονική ριπή απ’ το στερέωμα

αγνώστου χειριστή,

πώς κτυπήθηκα

στην πλάτη που έβαζα στην πόλη για 'σας

πώς χαστουκήθηκα

απ’ τον αγαπημένο αγέρα

που αιφνίδια κατεβλήθη

από βασκανία σκοτεινή;



Την ώρα εκείνη τη σκληρή

δεν κατάφερα έξω να κρατήσω

τη μυρωδιά του ολέθρου

το τεράστιο τρίξιμο

του ανοίγματος

της Πύλης της Κολάσεως

τη γεύση του αδίκου.

Την ώρα εκείνη την κακή

έγινα

-οϊμέ-

μικρό κομμάτι

ενός τεράστιου, συμπαγούς

διάφανου Συλλέκτη

που πέρασε βιαστικά

και μάζεψε ό,τι πρόλαβε:

τη δυνατότητα

να καθίσει κανείς για ένα γλυκό

ή να χαμογελάσει ψηλά,

κρυφά σε ένα τζάμι

όταν πίσω στέκεται

κορίτσι ντροπαλό·

τη δυνατότητα σε ένα μάγουλο

να δροσιστεί

μες στο σκληρό καλοκαίρι

και τέτοιο καλοκαίρι

δεν θέλω πια να ξαναδώ

κι ούτε να με περισυλλέξουν θέλω

και να με τραβήξουν με τσιμπίδες

απ' τη σάρκα σας,

μαζί σας θέλω να ταφώ

γιατί από εκείνη τη στιγμή

που πλήγωσα

έγινα εγώ το ίδιο ένα ον

κι αξίζω τιμωρία.



Όχι, δεν θέλω πια να είμαι 'δω

γιατί σχέδιο έχουν

να με ανακυκλώσουν

και να στηθώ απαρχής προστάτης

μιας ανυποψίαστης γενιάς

σε ένα διαμέρισμα

στην κεντρική λεωφόρο.



Όχι, δεν θέλω με αντικρύσουν ξανά

μάτια αθώα

σαν αυτά που πλήγωσα

την ώρα που με κοίταζαν

γλυκά,

μόλις πριν τρέξει

το τελευταίο τους δάκρυ.







*ο Χαλίλ Γκιμπράν είναι Λιβάνιος ποιητής και στοχαστής.

No comments:

Follow me fb