Υποφέρεις, μου έλεγε συχνά η μητέρα,
υποφέρεις σαν αφήνεις την πόρτα σου κλειστή
κτυπούν απέξω δυνατά,
κάποτε ξύνουνε,
κλωτσάν.
Θυμάμαι τα λόγια της.
Τα ξαναφέρνω στη μνήμη τις μέρες που πονάω.
Κάθεσαι δίπλα μου, μιλάμε,
μα η πόρτα ανάμεσά μας, αόρατη, κι ερμητικά κλειστή, δεν σε αφήνω να τη δεις.
Όχι πως φταις σε κάτι,
και τίποτα δεν συμβαίνει μυστήριο,
είναι αυτή η πόρτα η επίμονη,
η μαγεμένη, με δόγματα αρχαία σφραγισμένη.
Δεν ανησυχώ.
Η ευτυχία σου, το γέλιο σου για μένα είναι βάλσαμο, ό,τι κι αν κρύβει η πόρτα δικό σου είναι, ποτέ δεν θα εκποιηθεί.
Όταν κοιμάσαι μισανοίγω,
μυρίζω το δέρμα σου,
φαντάζομαι την ηδονή της επαφής μας,
ξανακλείνω,
ακουμπάω στο ζεστό ξύλο την πλάτη,
κοιτάω ψηλά,
ένας φαντασιακός ουρανός,
η ίριδα παιχνιδίζει κι απλώνεται εμφαντικά.
Υποφέρω, ναι, δίκιο είχε στα λόγια της,
μα μέσα εδώ είναι ζεστά,
υποφέρω γλυκά,
υπάρχει μια ηδονή ανείπωτη στον πόνο,
πώς να της εξηγήσω;
Έλεγε κι άλλα, όπως: να την κρατάω έστω για λίγη ώρα, έτσι ελάχιστα ανοιχτή, να μπαίνει ο αγέρας.
Νομίζεις, μητέρα, δεν θέλω να σπρώξω την πόρτα;
Να γκρεμιστεί; Δεν ήθελα κλείσιμο εγώ,
δεν ήθελα αποστάσεις.
Είναι πολλοί, εκεί έξω, μου έλεγε,
θα επιλέγεις σοφά.
Είσαι έξω στο μπαλκόνι,
στέκεσαι, σου φυσάει ο άνεμος,
θα δροσίζεσαι, θέλω να φωνάξω,
να σε ρωτήσω.
Η πόρτα ανάμεσά μας,
διάφανη, στέρεη στην ευθραστότητά της.
Κρυφά ατενίζω τον κόσμο πέρα από τη μορφή σου,
σαν κρύβεις δυο κτήρια τεράστια
με μια πλάτη και δυο χέρια λεπτά.
σαν κρύβεις τον ήλιο που δύει, με το κεφάλι σου.
Η λάμψη των μαλλιών σου ένας τεράστιος πλανήτης άγνωστος,
φωτίζει εδώ μέσα το δωμάτιο.
Πλησιάζω την πόρτα.
Κλειδί να δίνεις, μου έλεγε,
να δίνεις κλειδί σ' αυτούς που κτυπάν,
έχουν κι οι άλλοι πόρτες, να ξέρεις,
κλειδί να ζητάς.
Δεν ανοίγουνε όλες οι πόρτες, να ξέρεις, μητέρα,
της απαντούσα συχνά,
ενώ άχνιζε το καντήλι δίπλα στο καλογυαλισμένο μάρμαρο,
πόσο παράξενο, η φωνή της έβρισκε χαραμάδα να περάσει,
κι ας έκανα τα πάντα για την εξασφάλιση της επτασφράγιστής μου υπόστασης,
και ήταν μαζί μου εδώ μέσα έξαφνα,
ν' ακούμε μαζί τα κτυπήματα στην πόρτα.
Μου κράταγε το χέρι με τα δυο της,
πάσκιζε να μου ανοίξει την παλάμη,
ήθελε να αφήσω το κλειδί ελεύθερο,
να ανοίξουν οι πόρτες διάπλατα.
Πάσκιζε και δεν ενέδιδα,
ούρλιαζε, τι δύναμη(!), όση είχε, έβαζε,
τι ήθελε, γιατί ήθελε να ανοίξω;
Ήθελα να της πω πολλά,
ήθελα να τη ρωτήσω, μόνη ένιωθες, μητέρα, εκεί πέρα,
μα δεν είχες πόρτες πια για ν' ανοίξεις;
Με ήθελες να πιάσω το πόμολο εγώ, βήμα να κάνω,
να έρθω κοντά σου ήθελες;
Σου είχα χαρίσει τη ψυχή μου, ήθελα να της πω,
πριν καν με γεννήσεις.
Μα δεν της έλεγα τίποτα,
μονάχα την παρακαλούσα,
μητέρα άσε την παλάμη μου κλειστή,
άσε να ζεσταθεί εκεί μέσα το κλειδί,
και θα το δώσω,
θα το δώσω εκεί που ανήκει για πάντα,
ακόμα κι όταν όλα θα έχουν χαθεί,
θα υπάρχει η πόρτα,
θα υπάρχει το κλειδί.
Ξεχνάς, μητέρα, ξεχνάς αυτά που 'λεγες,
ξεχνάς μα θυμάμαι,
τα ανοίγματα της πόρτας θα είναι αραιά,
μα το ξέρεις, τελευταία υποφέρω όταν το μέσα
εκτίθεται στο ενισχυμένο οξυγόνο,
δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν παλιά,
αλλιώς με θυμάσαι, μαμά,
και όταν το σπίτι το λούζει το φως
απ' των περιέργων τα μάτια
γίνεται θρύψαλα ό,τι αγαπώ
κι όλο παλεύω έναν εαυτό χειρότερο
από όσα θα άντεχε
ένας άνθρωπος μικρός σαν κι εμένα.
"Να επιλέγεις σοφά" αντηχεί μες τ' αυτιά μου η ηχώ
σπάει τους τοίχους, ρίχνει τη στέγη,
δωμάτιο δεν υπάρχει πια,
είσαι εσύ στο μπαλκόνι,
θρυμματισμένο γυαλί η μπαλκονόπορτα,
είμαι δίπλα σου,
δεν υπάρχει η πόλη,
οι πόρτες ριγμένες,
είμαστε όλοι παντού,
και δεν υπάρχουν πια κτυπήματα,
δεν υπάρχουν ξυσίματα, δεν υπάρχουν κλωτσιές,
χαρμόσυνο μήνυμα σ' όλη τη γη
η επαφή μας,
η μυρωδιά σου
και μια γλυκιά φαντασίωση ερωτική.
No comments:
Post a Comment