Δεν υπολόγισαν σωστά το σύννεφο,
ήταν λευκό κι αδιάφορο όταν ξεκίνησε τις επισκέψεις.
Κάποιοι το φωτογράφιζαν,
πληκτρολόγια το αποτύπωναν σε κείμενα ρομαντικά,
πινέλα μεγαλουργούσαν
σαν δεν αναλογίστηκαν η ανατροφή του πόσο περίεργη ήταν,
ούτε με τους γονείς του σκέφτηκαν
να συναναστραφούνε λίγο,
αυτό το περίεργο σχήμα να ερμηνεύσουν.
Ερχότανε και έφευγε,
λίγη βροχή,
(κάποιοι "βροχούλα" την ονόμαζαν)
σαν το ροδόσταγμα σε φίνο λιβανέζικο μαχαλεπί.
Κάποτε, βέβαια, ερχόταν λίγο πιο γκρίζο,
μα όλοι καθησύχαζαν ο ένας τον άλλο με αναρτήσεις
«θα φύγει σε λίγο, καλό είναι, τους κήπους θα ποτίσει»
και με τα κιάλια έλεγχαν σε άλλα βουνά τα νέφη
και συζητούσαν με ευφορία
την καθαρή τους, την ανθεκτική αγέλη.
Σε μια ανακοίνωση αιφνίδια,
μαθεύτηκε απανταχού
πως οι μυστήριοι γονείς από το σπίτι τους το διώξαν
με ένα μπογαλάκι αθόρυβο,
(κουρέλια θα είχε μέσα)
να περιπλανηθεί, τον κόσμο να γνωρίσει.
Το είδε πρώτη μια αγρότισσα σαν μάζευε τα ρόδα
παλλόμενο πάν’ απ’ το εργοστάσιο
να απειλεί να στάξει.
Μετά παρέα το πρόσεξε πέρα στο πανωχώρι,
καθόντουσαν στον καφενέ
σαν όλα σκοτεινιάσαν
το τάβλι στη μέση αφήσανε
με τον καφέ αδιάβαστο
με τη σουμάδα κρύα,
και τρέξανε στα σπίτια τους
εκεί για να κλειστούνε
προμήθειες σαν μαζέψανε
στις μάχες μαθημένοι.
Στην πόλη όταν έφτασε τρανότερο
με τέτοιο ριζικό στη μυστική φαρέτρα
ψηλά απ’ τα κτήρια το σώμα μέτρησε
κι ένιωσε πως το έρμα του βαρύ κάτω που το τραβούσε
όλη την επικράτεια θα κάλυπτε επαρκώς κατά τις οδηγίες.
Το μπογαλάκι έλυσε
τα σκούρα, ασιδέρωτα κουρέλια ν’ αερίσει
κι έπειτα κάτω στις λεωφόρους περπάτησε
τα νέα πλάσματα να γνωρίσει.
Δεν ήταν ο τρόμος της καταιγίδας
που άδειασε την πόλη απ’ τα σκυλιά, απ' τα σκοινιά,
και τους κινούμενους αντικατοπτρισμούς του ουρανού.
Δεν ήτανε ο κεραυνός και ο βρόντος
δεν ήταν ούτε η σφοδρή πλημμύρα.
Ήταν που μάθανε όλοι από διάγγελμα πως το μαχαλεπί
στην πόρτα τους θα φέρει η αγρότισσα
αν καταφέρει το ροδόσταγμα φρέσκο φέτος να βγάλει
και πως κλεισμένοι θα μείνουνε μήνες πολλούς
κι όσοι αντέξουν – όταν το νέφος φύγει – θα εξέλθουν.
Πέρασε γρήγορα ο καιρός της καρτερίας
απ’ τα παράθυρα παρατηρούσαμε
να περνούν πλέον σύννεφα πολλά
μα, κανένα τους δεν θύμιζε την περίεργη μορφή
που στον ουρανό επίμονη,
έριχνε ρούχα σκοτεινά τα πρωινά
την μέρα ολόκληρη τα τρεμάμενα σώματα
μορφή να κρατάνε σταθερή,
εφάμιλλη της μονοκτημοσύνης.
***
Η καλοκαιρία ήρθε επιτέλους στην πόλη.
Κανένα νέο σύννεφο δεν περνούσε πια
όλα είχαν απορροφηθεί από τον περιπλανώμενο επισκέπτη
σε νηνεμία η πλάση
πλασματική ευνομία
όταν έξαφνα ήρθαν
(κατόπιν χαρμόσυνου διαγγέλματος)
οι τελευταίες ώρες πριν την μεγάλη Έξοδο.
Όλοι ετοιμάστηκαν
βάλανε φρέσκα ρούχα λαμπερά
κτενίσανε την άφθονη κόμη
και με το χέρι στα πόμολα
μετρούσαν χωρίς ανάμνηση το μπόι τους
με της πόρτας το ματάκι.
Από τους διακομιστές και τις στατιστικές
μεγάλη η αγωνία μετρήθηκε
στο διασκορπισμένο, κατακερματισμένο
και πολλά λαβωμένο πλήθος
που όπως κάθε νεφικό
πριν απ’ την καταιγίδα
δειλά λευκό είτε μαζεύεται είτε περιπλανιέται
πριν ενωθεί με εκείνο το υπερεκτιμημένο όλον, για να φανεί η απέραντη σκοτεινιά σε ένα συμπαγές σάρκινο κι ανήλεο σώμα που ήθελε τη λευκότητα να προβάλλει ως ευλογία σαν έκρυβε του καθενός με επιμέλεια την γκρίζα αλήθεια. (Εγώ δεν ήθελα να βγω, έμεινα μέσα, ωσότου νέο σύννεφο φανεί, να μην το φωτογραφίσω, να μην γράψω κανένα ποίημα, κι ούτε κάποιο δροσερό γλυκό να θέλω).
No comments:
Post a Comment