Μ’ έναν ζουρλομανδύα γεννήθηκα
- διάφανο -
δεν γνώριζε κανείς
γιατί ποτέ δεν διαμαρτυρόμουνα,
λίγοι τον βλέπανε,
η μάνα μου,
μια θεία
κι ένας συμμαθητής μου
που με νίκαγε στο σκάκι.
Τεράστια τα μανίκια ήτανε
δέκα φορές ολόγυρα
το σώμα μού τυλίγαν
από τα πόδια χαμηλά ως το στόμα,
μέσα συχνά εισχωρούσανε,
βαθιά ως το στομάχι
να μη μιλάς πολύ να μου θυμίζουν
και να κρατάω αυτά που πίστευα
αποκλειστικά για τη δασκάλα,
με νεύμα της μ' εμένα να γελάνε τα παιδιά
κάπως σαν να έλεγα πράγματα κουτά
όπως «υπάρχει γη για όλους»
όπως «τα χέρια μου ποτέ το φως δεν είδαν»
Όσο μεγάλωνα το εξωφύτευμα αυτό
μεγάλωνε μαζί μου
δέρμα στο δέρμα μου
νόηση της παράφρονης ψυχής μου
κάποιοι με στήναν στον στύλο ανάποδα
και για μένα όπως δεχόταν
ο μανδύας τα μαστιγώματα
το δάμασμά μου αργό.
Άλλοι με τρέχαν’ από πίσω
με ψαλίδι έγχρωμo
της λογικής χαρμόσυνοι θιασώτες
και κόβανε νυχθημερόν
κομμάτια να ευπρεπίσω
(υπήρχαν τότε δόγματα για να αποστηθίσω)
και σκίζανε στην πλάτη μου
σαν της καρδιάς μου μαύρα στίγματα
κάτι τεράστιες τρύπες
να χάσκουνε μπροστά σε έναν ήλιο έντρομο
Ντι βιταμίνη άφθονη
αν πάρω να ηρεμήσω
γιατί ακούγανε απ’ το στόμα μου
κοπρολογίες άσχημες
χωρίς να το ανοίξω
και ακούγανε ασύμφορη πολιτική
που για τη θέση μου δεν άρμοζε
κι ας μην είχα ποτέ μου χάρτες μελετήσει.
Μια φράση που συνέχεια έλεγα
όπου και να βρισκόμουν
σφόδρα θα τους ενόχλησε
τόσο που άπαντές τους
ίσως κι εντεταλμένοι άθελα
σε κάθε βήμα μου
μού ράβανε κάθε σχισμή
του όμορφου ζουρλομανδύα
άλλοι καλά στους ώμους μου τον στήνανε
και άλλοι τον γυαλίζανε
να μάθει για μένα ο κόσμος όλος
-ό,τι κι αν πω κανείς μη με πιστεύει-
και δεν ήταν η φράση η ίδια
ούτε και τα επιμέρους
αυτό που προκαλούσε
μα η απροσδόκητη τρελή μου διάθεση
στα γκράφιτι που την ψέκαζα
πότε και στα τουίτς μου
να αναδιαρθρώνω το
«υπάρχει για όλους γη»
«η γη υπάρχει για όλους»
«για όλους υπάρχει η γη»
και ήταν το άρθρο εκείνο το θηλυκό
που ολοένα με πρόδιδε
κι όλο μου υποσχόντουσαν
νέα γη θα πάρεις, η πηγή της Ειρήνης θα είναι η πηγή που θα πίνεις ζωή.
Κι όσο ετούτα άκουγα
μέσα μου η οργή τόσο ακούσια καταλάγιαζε
που τη σκάλα της εξουσίας όπως κατέβαινα,
από ο εις Θεός που άρχισα,
έγινα πρόεδρος, δήμαρχος,
έγινα εργάτης, έγινα δούλος
έγινα πρόσφυγας
σε ένα μικρό τσαντίρι
τώρα είμαι μικρό παιδί
ζωσμένο με γιλέκο βαρύ
που μυρίζει παράξενα
τα χέρια μου πια ελεύθερα
και στο ένα κρατάω σπίρτο
τα χέρια μου το φως έχουν δει
κάποιος μου βάζει τυφέκιο στο άλλο
το φως τα χέρια μου έχουν δει
χήρα ράχη
ρηχά η χάρη
η γη υπάρχει για όλους
οι κρίκοι της Κίρκης
εναλλάξ
θα με ακολουθούν
(άκου, δασκάλα μου, έχω κάτι καινούριο...)
σκανδάλη περόνη στεφάνι χαρτί
περόνη χαρτί σκανδάλη στεφάνι
χαρτί περόνη σκανδάλη
χαρτί σκανδάλη
χαρτί
-ίσως χαρτί-
κάπου η θεία παρακολουθεί
κάπου η μάνα πλέκει
και ο συμμαθητής
με άλλους παίζει σκάκι.
No comments:
Post a Comment