Wednesday, March 24, 2021

Νέες Οδηγίες #351 Ο Εφιάλτης του Ιωάννη


 


Με ένα πινέλο θέλησε ν΄ αλλάξει την ψυχή της

στα χρώματα που λαχταρούσε από μικρή

πέρασε χρόνια τα υλικά να ετοιμάζει

κι αιώνες πόσους εσπατάλησε

ν' αποφασίσει ότι ο καιρός εγγύς.

Μα ήταν εκείνη η πρώτη πινελιά

το δυσκολότερο το βήμα, καθώς,

με χίλια στρώματα νάιλον περιτυλιγμένη

με πόνο κι άδικο άυλο παντού σοβατισμένη

έσκιζε, έξυζε για νά 'βρει τον πρωτόλειο χάρτη της ζωής της

εκεί που αρχικά τα σχέδια έλεγαν ποια έμελλε να γίνει

-κι έλπιζε-

στα τυφλά η άκρη του κουβαριού που έπιανε

σε ξεφτυσμένο κι άχρωμο νήμα όπως ανήκε

με το σωστό ξετύλιγμα

πως κόμπους θα ξαναφτιάξει απαρχής

κομψούς κι αγαπημένους.


Κι όπως η κβαντική διεμπλοκή

ενίοτε καθορίζει,

κάποιος στεκότανε εκεί

πάντα κοντά της σαν σκιά

να την αποθαρρύνει, καθώς,

ταγμένος έφιππος

ζωσμένος με την άγραφη μυθολογία

φώναζε για και προς κάθε γενεά

ένα μεγάλο Εγώ ελεγειακό

για να της δείξει ότι η ίδια χρειάζεται (για να υπάρχει)

για συνοδό έναν μεγάλο αρχηγό.


Κοίταζε το πινέλο, κοίταζε κι αυτόν,

ίσως περίμενε ότι εκείνος θ' αναλάμβανε πρωτοβουλία

ίσως να πίστεψε πως ήτανε το πιο ορθό.

Κι ήταν η καθυστέρηση ετούτη

για την ψυχή το μέγιστο κακό,

γιατί κρυμμένη όπως ήταν,

στις ψεύτικές της επιφύσεις ξεχασμένη

σιγά σιγά απομακρύνονταν από την αρχική της χρήση

γινότανε η ίδια βάζο εύθραστο

για να φυλάνε εκεί τις στάχτες τους κρυφά

απ' του πολέμου τη φωτιά

οι αιώνια φλεγόμενοι κι ατιμασμένοι.


Μα όταν το πινέλο έπιασε στο χέρι

εκείνη την ολόφεγγη νυχτιά,

-ω- αποκάλυψις μεγάλη!

η επικάλυψη, διαλύθη,

δυνάμωσε το νήμα

και σε αμέτρητα κουτιά απλώθηκαν στα πόδια της

όλα τα χρώματα της φύσης και της γης.

Κι όπως εκείνος έντρομος εχάθηκε στο βάθος

η ίδια για ένα δευτερόλεπτο συρρικνώθη

στο μέγεθος του αντίστροφου του απείρου

κι αμέσως μ' έκρηξη σφοδρή διεκδίκησε

του επιστητού το παν,

σύμπαν και ό,τι άλλο,

πρανές και αντιπρανές,

και πάνορμη ξανά καμβάς τεράστιος υψώθη

στο χρώμα του αιθέρα και του οικοθώκου

και το πινέλο τα δάκτυλα οδήγησε

την πλάση απαρχής να ζωγραφίσει

και δυο ανθρώπους ταπεινούς

που πίστεψε

-πραγματικά-

-αυτή τη φορά-

πως θα την αγαπήσουν.



Κι όταν οι τελευταίες κουκκίδες γλαύκου και λευκού στεγνώσανε

στη ρέπλικα ετούτη της ιστορίας της ψυχής της

παρέδωσε σε κάποιον μαγαζάτορα

τα υλικά βαφής.

No comments:

Follow me fb