Κάτω στο υπόγειο χορεύουν χαρούμενες στον ρυθμό του ξενυχτάδικου, στο ύψος της μεγάλης λεωφόρου.
Τη μελωδία σιγοτραγουδάν που φυλακτό κρατήσαν στις παρυφές της μνήμης, όπως ξεθώριαζε σαν διαβατήριο παλιό.
Δεν θυμούνται το τσάκισμα των μίσχων στην πτώση, το λιώσιμο των πανέμορφων ανθών, τον ήχο του χεριού να αμφισβητεί την όψη του ήλιου σφίγγοντας και χαλαρώνοντας την ανήλεη γροθιά στο στερέωμα.
Απ' την αντηλιά του φεγγίτη φαίνονται να κρατάνε το ίσο παπούτσια που πάνε κι έρχονται, σόλες βαριές, γόβες ψηλές, και κάποια έγχρωμα κορδόνια που στα κάγκελα κλαγγίζουν αμήχανα.
Δεν είναι θρήνος π' ακούγεται από κει κάτω, ειν' το πρελούδιο της παλιννόστησης, εις το κρεσέντο του χαϊδεύει τους λοβούς των θεών.
Με την καλοκαιρία η πλάση σωπαίνει. Απ' τις καλοσουβατισμένες ρωγμές του ταβανιού οι παιάνες του ξενυχτάδικου δεν φτάνουν στον προορισμό τους.
Η φύση πάντα φροντίζει, με το σιγοτραγούδισμα σαν γάργαρο νερό, ξεχνάνε το ψεύτικο χάιδεμα, το φιλί με το φλεγόμενο σάλιο.
Σταματάει ο χορός.
Το τραγούδι παύει.
Μεσημέρι.
Κάτω στο υπόγειο σιγοψιθυρίζουν η μια στην άλλη το όνομά της, μην ξεχάσουν.
Η μισοτσακισμένη, θολή ταπετσαρία ομολογεί το επαναλαμβανόμενο μοτίβο ενός κόκκινου ρόδου -- πόσο γλυκά τις συντροφεύει, ένα λιβάδι και μια λίμνη, στη σιωπή του ονείρου χώρος φιλόξενος.
Το κάλλος της πόλης απαθανατίζεται στον φακό του χάους.
Στα προάστια τα θερμοκήπια λευκά απ΄ τ' ανθισμένο χαμομήλι, έτοιμο για παραγωγή -- για την ηρεμία -- αρωγή στη Νιρβάνα μιας κεκαλυμμένης ουτοπίας.
Κορίτσια, χαμόγελα, γυναίκες στις τέσσερις γωνιές του δωματίου καθισμένες, περιμένουν τις αποφάσεις των προυχόντων για να αρχίσουν πάλι τον χορό της ζωής που τόσο τους έλειψε.
Η παρέλαση επάνω, σαν σκιά αχνοφαίνεται απ’ τον φωταγωγό, όπως παραδόξως επανεκκινεί το απόγευμα με το μαύρο νέφος, για να τους δώσει ρυθμό να χορέψουν, να τραγουδήσουν -- με αγωνία πώς περιμένουν του ξενυχτάδικου την απόμακρη ιαχή.
Σούρουπο, με τις βροχές αρχίζουν να μαζεύονται πάλι στην πάνω είσοδο φιγούρες κομψές. Όλοι έτοιμοι για ένα ποτό μεθυστικό, στην ξεχασιά βασιζόταν πάντοτε εξάλλου του πολιτισμού η εξέλιξις.
"Εβδομήντα τόσο ετών, κι ασχολείσαι με το πασχαλιάτικο άσπρισμα;" ακούγεται έξω στη λεωφόρο μια μεταλλική, μπάσα φωνή, κι ένα απ' τα ρόδα ανοίγει διάπλατα, πανέμορφη γίνεται βρύση, το δωμάτιο πλημμυρίζει απ' το μύρο που αναβλύζει και τους τσακισμένους μίσχους ορθώνει, το λιβάδι ξανά ποτισμένο στη δροσιά της αναγνώρισης που άργησε τόσο, μα τόσο πολύ.
No comments:
Post a Comment