Wednesday, March 24, 2021

Νέες Οδηγίες #314 Ωδή Στον Βαθύ Εαυτό

 





Ο σκληρότερος τοίχος

παραμόνευε μέσα της.

Έτρεχε κι έπαιρνε φόρα

να τον κτυπήσει με ώμο

να τον κλωτσήσει με πόδια

να τον κοιτάξει με μάτια φλεγόμενα

να τον πτοήσει

με την πλάτη δύναμη να βάλει

να τον ρίξει.

-Τίποτα δεν γινόταν-

Ο τοίχος ακούνητος Κούρος

ανένδοτος Κύκλωπας

Κολοσσός ατάραχος

αδιάφορος Γίγαντας

εριστικά απτόητος Γύπας

κι ένας Γολιάθ επιδεικτικά αμετανόητος.


Ο σκληρότερος τοίχος

χτίστηκε μέσα της

μετά την πρώτη εκείνη έκτρωση

όταν εξαϋλώθηκε

εκείνη η πρώτη ελπίδα ανάπλασης

του εαυτού της που μισούσε

πιότερο κι από τον χειρότερο εχθρό

βυθισμένη στην κατάθλιψη

από δεκάδες περαστικούς μαχαιρωμένη

στων μεγαλουπόλεων τα σκοτεινά σοκάκια

φευγάτη κάθε βράδυ

από των μπαρ τις πίσω πόρτες.


Ο σκληρότερος τοίχος μεγάλωνε μέσα της.

Μεγάλωνε προς τα μέσα

χόντραινε

της πίεζε τη ψυχή σαν μέγγενη

απ' το πιο ενδότερο υπερπέραν

την μίκραινε, ωσότου να την κάνει άσωτη

της έκοβε τα όνειρα στη μέση κάθε βράδυ

ωσότου να γίνει η ίδια καρικατούρα εφιάλτη

της αποτελείωνε το πετσοκομμένο της εγώ

για ν' απωλέσει η ίδια όλες τις αντωνυμίες

κι όπως της σκότωνε τη φθίνουσα λίμπιτο

της πέτρωνε το τελευταίο αποκούμπι,

το όραμα για ένα νέο γκάστρωμα

απ' άγνωστον έστω εραστή

για τη μετάσταση του ακατανόητού της εαυτού

σε ένα νέο σώμα

ξένο συνάμα και δικό

ίσως τον καταλάβει



Ο σκληρότερος τοίχος χτιζόταν -το είδατε- γύρω της

-όση στερούσε από τη μέρα της χαρά

τόση την κέρναγε το βράδυ θλίψη-

και την ασχήμιζε όλο και πιο πολύ

και πιο άγρια την έκανε με τους ανθρώπους

κι έχτιζαν πια κι εκείνοι με τα χέρια τους

τους τοίχους για να την απομακρύνουν,

τους έραβαν στα ρούχα της

τους αμολούσαν στα μαλλιά της

κι όσο εξαφανιζότανε

αυτοί χαιρόντουσαν με κρότο

κανείς δεν πάλευε γι' αυτήν

όλοι την πολεμούσαν.


Ωσότου μία μέρα καλοκαιρινή

σε μία λεωφόρο

ξεμύτησε ένα παιδί

απ' τ' ορφανοτροφείο

που η ίδια επέρασε

τα παιδικά της χρόνια.

Απέναντι σταθήκανε

βαθιά ν' αντικρυστούνε

κι είδε τον τοίχο του που άρχιζε

μέσα του να φυτρώνει

και πήγε και τ' αγκάλιασε

σφιχτά να το προλάβει.



Κι όσο τ' αγόρι εδάκρυζε

από την τόση αγάπη

μέσα της άγριοι χείμαρροι

διάβρωσαν τον τοίχο

τσιμέντο έγινε υγρό

κι άρχισε ν' αναβρύζει

και με τα τείχη γύρω της

γρήγορα αναμείχθει.

Κάτω στο πεζοδρόμιο

και πιο πέρα στο πάρκο

λεπτό στρώμα απλώθηκε

ένα γκριζόμαυρο αναβράζων τέλμα.

Η γη το απορρόφησε

βαθιά στα έγκατά της

γι' άλλην να το φυλάξει



κι έγινε επιτέλους μάνα αυτή

κι εκείνος γιος με βούλα

και έζησαν τα χρόνια τους

μόνο χαρά γιομάτοι.



Και δεν υπήρχε μέσα τους

βάθος πλέον βαθύτερο

από τα όνειρά τους

και ήταν η ολοκλήρωση

που πάντα επιζητούσαν

ψυχή, εαυτό

και δεύτερο εγώ

να μην τα ξεχωρίζουν

μέσα τους και στους άλλους.

No comments:

Follow me fb