Είναι κλειστά τα μάτια μου εδώ και χρόνια
έχω αποχωρήσει από το φως
τριγύρω μου προτίμησα να αισθάνομαι με τ’ ακροδάκτυλα τον χώρο
και να μετράω τον χρόνο στην επαφή του με το δέρμα μου γυμνό
αρνιέμαι να μιλήσω σε κανέναν
τ’ αυτιά μου κλείνω στο ψιθυριστό,
στις φωνές,
στις κραυγές,
στους άγαρμπους διαλόγους
στα γέλια και στο κλάμα
Κινούμαι σαν σκιά όπου δεν πέφτει ήλιος
αντιλαμβάνομαι μόνο ό,τι στον πυρήνα του
μαύρη ουσία αναβράζει
κι αυτός ο δύσκολος χάρτης
μού καθορίζει πού θα είναι πάντα το λευκό
-για να γνωρίζω ότι υπάρχει-
-Πόσο παρεξηγήσατε, άνθρωποι, τους αλμπίνους του πνεύματος, που κρύβονται στο σκοτάδι για να μην καούν-
εσύ που ακούς - ακούς κάποτε τη φωνή μου από μακριά να σε επιβεβαιώνει:
«στηρίζω το λευκό
αυτό θέλω
αυτό επιθυμώ
είναι η αλήθεια
είναι η πηγή
είναι η συνέχεια της ζωής
χωρίς λευκό στρωμένο σε τοίχους μάντρες πεδιάδες βουνά και σώματα
λιγότερη η ελπίδα, λιγότερη η ζωή
μα θα μένω στο μαύρο
σαν ανταπόκριση
από την υποδόρια ζώνη που λίγοι τολμούν να επισκεφτούν»
και γελάς, λες άλλος ένας αλαφροϊσκιωτος σύγχρονος Ρομπέν
ναι, όλο ακούς, μα δεν καταλαβαίνεις.
[κι Εσύ, πίσω μου που στέκεσαι, Εσύ, σαν πολύ βιάζεσαι τελευταία]
-γιατί-
μετράω κηλίδες μαύρες να πληθαίνουν
κηλίδες που εγκλωβίζουν πνεύμα
κηλίδες που εξανδραποδίζουν ψυχές,
όλο και πιο κοντά στο σώμα μου,
βουβές, τεράστιες, σαν μαύρες τρύπες,
τόσο λίγο λευκό δεν έχω ξανανιώσει
Κι ο χρόνος, γοργότερος από ποτέ,
δεν υπολογίζει πια υποκείμενα,
το μάζωμα ο αντικειμενικός του στόχος,
πόσο καλά τον γνωρίζεις, Μαέστρο,
πόσο τον εξουσιάζεις;
Κηλίδες που όταν σιμώνουν η μια την άλλη αναγνωρίζονται
είτε από παρανάλωμα μαρκαρίστηκαν
είτε από εκείνο που ονομάσαν ενέργεια τρομοκρατική
είτ’ από γέφυρες που πέσανε απότομα με τις ψυχές υπομάλης
είτ’ απ’ αυτά όλα που ψεύτες αποκάλεσαν φυσική καταστροφή
και πάνω απ' όλα τη μόνη αλήθεια που ξεστομίζουν
"από αίτια ανεξήγητα"
[για κοίτα, Σε δακτυλοδείχνουν, κάτι θα γνωρίζουν]
Κηλίδες που πνίγουν και αποσιωπούν τις κραυγές ασκαρδαμυκτί
σαν μια υπέρτονη συμφωνία που γράφει ο συνθέτης στην άκρη του γκρεμού
και πάνω στο φινάλε
το πιάνο γλιστράει
και τον παρασύρει μαζί του
στα έγκατα της μουσικολογίας
-έτσι κι η ανθρωπολογία-
[βιάζεσαι πολύ τώρα τελευταία, Μαέστρο, τι θα μείνει;]
Πολύ φοβάμαι πως κινούμαι πια πολύ εύκολα,
δεν καίγομαι στο φως,
λιγότερο το λευκό,
οι μαύρες πνευματικές κηλίδες πληθαίνουν,
ξανθοί ηγέτες παρακινούν την παρτίδα
κίτρινοι ηγέτες απαντούν
μελαχρινοί ηγέτες επαναστατούν
ερυθρόδερμοι ηγέτες φτιάχνουν κατά παραγγελία ονειροπαγίδες
μα ο εφιάλτης της κηλιδομανίας ανενόχλητος κυκλοφορεί,
Θα ήθελα μέσα στην κάθε κηλίδα που στέκομαι κάθε φορά
να μπορούσα να εκπέμψω λευκό
μα με μασάει ο Μαέστρος πρώτο απ’ όλους – κάθε φορά –
και τα φτερά μου με χρώμα πλέον ασαφές,
μάλλον διαφανές,
όσο κι αν κλείνω τις αισθήσεις μου
στο σύγχρονο παρανοϊκό αφήγημα περί ανυπαρξίας μου,
με επηρεάζει,
η αμφισβήτηση όλων
με διαβρώνει,
και τείνω να αυτό-αναιρεθώ
και πώς πλέον να ανταποκριθώ
και να –σου- πω
τι να προσέχεις;
[ευχήθηκα εψές γονατισμένος
όταν οι κηλίδες ενωθούν
να γίνουν εκμαγείο συμπαγές
πυκνά στο σώμα μου τριγύρω
φτερά, βοστρύχους, άκρα κι απολήξεις,
το αρχαίο μου σχήμα ίσως κρατηθεί
-κι αν εξαϋλωθώ απ' τον άπειρο σκοτεινό ιστό-
στην επόμενη φύτευση
και στο όργωμα
ας φτιάξει ο Μαέστρος
κι άλλους σαν εμένα
αφού δεν κατάφερα
ετούτη τη γενιά
να την προλάβω
ο ανίκανος εγώ]
No comments:
Post a Comment