Wednesday, March 24, 2021
Νέες Οδηγίες #294 Τα Υφάσματα
Μαζεύτηκαν στα σύνορα της τελευταίας χώρας
οι ελέφαντες κι οι βούβαλοι καμήλες κι αγελάδες
κι άλογα και ημίονοι, τάρανδοι στρουθοκάμηλοι
κι ημερεμένοι λύκοι
όλα τα ζώα του στρατού
καλά εκπαιδευμένα.
Στεκόντουσαν, περίμεναν χωρίς τους αναβάτες
που 'ταν σ' αποστολές πεζή
για τις δικιές τους χώρες.
Σωροί μέσα στα ορύγματα από διάφορα ρούχα
και τα συρματοπλέγματα
οι πάσσαλοι φυλακίων
των πολυβόλων έστορες
παραπήγματα πλέον σκουριασμένα
-όλα βαρυντυμένα-
παντού φορέματα και τήβεννοι
εσώρουχα μαντήλια
και παντελόνια με φερμουάρ
πουκάμισα ακριβά
μοντέρνα φανελάκια
Έγχρωμα ολόκληρα βουνά
μα οι κάτοχοι χαμένοι
τα ζωντανά πλησίασαν μυρίστηκαν ιδρώτα
έγλειψαν με τη γλώσσα τους πρόσφατη εργασία
και θαλπωρή από χωριό
και μυρωδιά από πόλη.
Ελεύθερα απ' τον πόλεμο
μα λυσσομανιασμένα
αρχίσανε να τρών' αυτού
κάθε κομμάτι ρούχο.
Άλλα μηρύκαζαν τα ιμάτια άλλα τα μασουλούσαν
και με τη φαντασία τους
αρχίσανε να συζητούν απέναντι τι εγίνη
στην άλλη χώρα την καλή
που κάποια μέρα -τούς είχαν πει- πάνοπλα θα πατούσαν.
Φαντάστηκαν τους γείτονες να τρώγονται μεταξύ τους
γυμνοί να αλληλοπνίγονται, να βγάζουνε τα μάτια
Και είπε ο ελέφαντας πως είδε όραμα μέγα
γυναίκες εμαζεύοντο και απομόνωναν άντρες
και ή τους εστραγγάλιζαν ή τους ποδοπατούσαν
Και το άλογο ήταν σίγουρος πως ημέρο-ονειρεύτη
παιδιά στους ώμους να καβαλίκευαν άθαφτων γιαγιάδων
γίγαντες πιότερο ομοίαζαν παρά με καλογήρους
και αμολούσαν πέτρες κοφτερές
σε μέτωπα με στόχους.
σύνθημα πια δεν είχανε
σκοτώναν όλοι όλους
κι όσο αφανιζόντουσαν
από παντού διάφοροι άνεμοι μαζεύανε τα ρούχα.
Ο βούβαλος φοβήθηκε τόση ιδέα βίας
κι απόθεσε μάζα μιάς
με μισοφαγωμένα ρούχα
κι όλα τον ακολούθησαν
και φτύσαν τον πολτό.
Βουνό μεγάλο υψώθηκε
κι ήτανε ίδιο γυναίκα
πανέμορφη βασίλισσα
άλαη κι άλαλη μορφή
ψυχή που περιμένει.
Εσκύψανε ευλαβικά τα ζώα στη θωριά της
κι είπανε δεν θα 'ρθουν ποτέ τα σύνορα να περάσουν.
Φύγανε και αφήσανε στον Χρόνο τη δουλειά.
Σαν έφτασε το σούρουπο
γυμνά εκεί συρθήκαν
αγάλματα κι ανδρείκελα
ξανά για να ντυθούν
κι έπιασαν πρώτα – τυχερά - τη μόστρα που είχε μείνει
μονά μανίκια και κουμπιά
και ίχνη από γραβάτες
Δειλά μετά σιμώσανε
σκιάχτρα, κούκλες βιτρίνας
και δυο μικρά παιδιά
τα τελευταία που ‘μείναν
χούφτα τη χούφτα αλείψανε
στο σώμα τον πολτό, νωπό και ευκολόπλαστο
όμορφοι όλοι εγίναν
Τον ήλιο περιμένανε
ευθεία στο σύνορο στεκάμενοι
σαν ξεραθεί η μόλα αυτή
να μοιάσουνε ντυμένοι.
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment