δεν το ήξερα
δεν το αισθανόμουν
κοίταζαν πάντοτε λοξά τα φανερά
από ψηλά το ψέμα
κατάμματα ενίοτε τον τρόμο
είχαν κινήσεις τολμηρές,
πόδια επιδέξια,
πατούσες φιλόδοξες
πουέντ κλάσεως πρώτης
είχαν τα μάτια μου βήματα
που ακολουθούσαν
από το πρωί ως το βράδυ
και όπως μού περίγραφες
στον ύπνο σαν με παρακολουθούσες
είχαν ταχύτητα,
είχαν ρυθμό.
Έφερναν απέξω σκέψεις
να με απασχολούν
κι έξω έστελναν παντού απεσταλμένους
-φαίνεται- κάθε που κοίταζα άνθρωπο στα μάτια
έδιναν και μια εντολή
που χωρίς αντίδραση
εκείνος ακολουθούσε.
κάποτε τόσο γρήγορα στριφογυρίζαν
που οι κόρες μοιάζανε στεφάνια φωτεινά
ήλιοι που καταπίνανε κάθε λογής κακό
κάποτε γούρλωναν και πνίγανε το πλήθος
εγώ γιατί δεν ήξερα
εγώ γιατί εθελοτυφλούσα;
Μα δεν ήξερα,
δεν ήξερα αγάπη μου χορό,
μόνα τους έκαναν πίστα
το κάθετι επιστητό και ανυπόστατο,
εγώ απλά κρατούσα το κεφάλι μου
μην πέσει,
κάναν εκείνα τη δουλειά
για να νομίζω
ότι ζω
φυσιολογικά.
[Τώρα πια τι να καταλάβω,
και τι χορό να χορέψω με το φως
ποια βήματα να ακολουθήσω των χρωμάτων
έτσι που η τελευταία εντολή που έδωσαν
ήταν θυμό γεμάτη
γεμάτη ήταν μίσος,
και ούτε που με ρώτησαν
εγώ αν σ' αγαπώ,
φτάνει που εκείνα θέλησαν
το ζεϊμπέκικό τους
του χωρισμού να είναι]
Αν νιώσεις ξαφνικά ρυθμό
στον χώρο τον ακίνητο
κλείσε τα βλέφαρα για λίγο
μήπως προλάβεις το κακό.
No comments:
Post a Comment