Thursday, September 27, 2012

Με Την Αγκαστρωμένην



Πάλε επήεν που ποτζιεί

τζιαι χώστηκεν η ασυγχώμματη

μόλις με είδεν να κοντέφκω.

 

Ίντα να κάμω ο γέριμος

πό 'χω τζι εγιώνι ανάγκες;

 

Ίνταμπου θέλει να της πω,

πως έννα περιμένω;

 

Αν πεις, εν τρίτην κόρην στη σειράν

που μάσιεται να μου κάμει,

τζιαι διάλειμμαν καμιά γρονιάν

εν καϊλά να πνάσει,

σιαιρούμαστεν, τζιζούμαστεν

για έναν μήναν θκιό,

αμμά ύστερα που το πακσίσι πιον,

εμέν που το κρεβάτιν θκιώγνει,

τζι’ αντρέπουμε που τα μωρά,

τζιαι ‘κόμα τίποτε

ας μεν καταλαβαίνουν.

 

Εγιώ που καταλάβω πόλασελα,

τζιαι ’ννα σπάσω πον κάμνω πακσίσιν τζιαι χαράν,

τζιει κάτω που πονώ

τζιαι παρηορκάν γυρεύκω,

της μάνας μου θαρκούμαι έννα το πω,

αμμά ‘ννα την παρτάρει.

 

Στες βρωμισμένες πάλαι εν πάω,

Κινέζες, Κυπραίες γερόντισσες,

Ρουμάνες, Τουρκάλλες,

τζιαι ποιος ηξέρει

πόθθεν αλλού τες φέρνουν που ποδά,

γιατί εγιώνι νεκατσιώ,

τζιαι ας με περιπαίζουν.

 

Καλλίτερα του τζιύρη μου,

να πάω να το κοττήσω,

που ετράβησεν τα ίδια,

τζι’ εγιώ καλά θθυμούμαι,

που τα έξι αδέρφκια πού ‘μαστεν,

ήμουν ο πιο μεγάλος.

 

Δώδεκα γρόνους όφτζιερους,

εκούνταν τον ποτζιεί,

έκαμνεν του μουσκουρούθκια που ποδά,

αμ εν αππήαν.

Κανέναν μήνα θκιο μάγκουμου αγκανίζασιν,

μα εμείνησκε ο γέριμος

ούλλον τον άλλον τον τζιαιρόν

δίχα μιαν τζίφρα του πας το κορμίν της.

 

Ο τζιύρης μου την λύσιν θα έσσιει σίουρα,

για ν’ άντεξεν ο καραπουσιουκλής

τριανταπέντε γρόνια ολάτζιερα

γιομάτα άσιυρον τζιαι μασημένον χώμαν ως τωρά,

μαζί με την αγκαστρωμένην.

14/04/2007

 

Follow me fb