Πατέρας στο Πακιστάν έθαψε ζωντανό το νεογέννητο κοριτσάκι του επειδή γεννήθηκε παραμορφωμένο!
Το τραγικό περιστατικό συνέβη στην πόλη Kacha Khuh στην ανατολική επαρχία Punjab. Όπως αναφέρει η Βρετανική Daily Mail το κοριτσάκι που γεννήθηκε την περασμένη Πέμπτη κατάφερε να ζήσει μόλις λίγες ώρες καθώς ο πατέρας της σοκαρισμένος από τα "ανώμαλα χαρακτηριστικά" της προτίμησε να την θάψει ζωντανή.
Δράστης ο Chand Khan που είναι πατέρας άλλων τεσσάρων παιδιών. Όπως υποστηρίζει ο ίδιο το παιδί γεννήθηκε πεθαμένο και προτίμησε να το θάψει. Ωστόσο αυτόπτες μάρτυρες αναφέρουν ότι το νεογνό έκλαιγε την ώρα που ο αιμοβόρος πατέρας προσπαθούσε να το θάψει στο χώμα.
Το περιστατικό ήρθε στο φως της δημοσιότητας όταν κάτοικοι ειδοποίησαν τις αρχές που είδαν το πατέρα να θάβει ζωντανό την νεογέννητη κόρη του.
Η αστυνομία άμεσα αναμένεται να κάνει εκταφή του νεογνού ώστε να διαπιστωθεί ύστερα από νεκροψία η αιτία θανάτου του.
Ο Mohammed Farooq, γιατρός του νοσοκομείου όπου γεννήθηκε το παιδί ανέφερε ότι "γεννήθηκε υγιές, ωστόσο είχε πολύ μεγάλο κεφάλι".
Ο Farzana Bari, ακτιβιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταδίκασε το περιστατικό ενώ ο ακαδημαϊκός Raghab Naeemi, απαίτησε μια αυστηρή τιμωρία για τον πατέρα, αν αυτός κριθεί ένοχος.
Σύμφωνα με το δίκαιο του Πακιστάν θα καταδικαστεί σε θάνατο εάν βρεθεί ένοχος για τη δολοφονία της κόρης του.
Νέες Οδηγίες #35 Οι Ήχοι των
Μετάλλων που Μάζεψε Κρυφά από τη Ζωή
Σούρουπο, τριγύρω της Ικέτες και
Μνηστήρες ποτίζουν τη συλλογή της από κάκτους.
Τα φυτά από το πολύ πότισμα
μαραίνονται, σαπίζουν, κι αυτή τους παροτρύνει χαμογελαστή.
Στη Νέα Υόρκη άκουσε αεροπλάνα
στον ατσάλινο σκελετό του ουρανοξύστη να κτυπάνε, δεν νοιάστηκε καθόλου.
Τρυπάει ένα μήλο με το αγκάθι του
σπάνιου κάκτου που αγόρασε πέρυσι, τον «Ευφόρβια Γοργόνις», αρχίζει να ρουφάει
το ζουμί.
Το πρόσωπό της σαν Μέδουσας
θεριεύει.
Μαζεύονται τριγύρω πιο ασφυκτικά
οι Μνηστήρες, οι Ικέτες κλαίνε παραπέρα.
Ατρόμητη κι αγέρωχη σαν βασιλική
κόμπρα σφυρίζει.
Στου αεροπλανοφόρου τον
αεροδιάδρομο αλλοπαρμένη θα κτύπαγε αν, με αλυσίδες στις ουρές των F-16 για να ξεκινούν.
Αραιώνει ο κλοιός και οι Μνηστήρες
της γυρνάνε την πλάτη με στρατιωτική μεταβολή.
Τους κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια
και αγκαλιάζει με πάθος τη «Μικρομέρεια Ακροπολιτάνα» τη νεοφερμένη.
Τρυπάνε τα στήθια της, τρέχει το
αίμα και το σάπιο γάλα στη σάρκα του μικροσκοπικού κακτοειδούς.
Οι Ικέτες ξαπλώνουν στο χώμα νωπό, σεπτά τα
χέρια στο στήθος διπλωμένα, αναμένουν τους Μνηστήρες να τους σκεπάσουν τρυφερά
με τα φύλλα της φραγκοσυκιάς που μαζεύανε κρυφά της.
Οι Μνηστήρες υπνωτίζονται ξανά,
σαν κάθε βράδυ, από τη λάμψη του φεγγαριού στο μέταλλο του κουβά που γέμισαν
για να ποτίσουν.
Αυτή ασκαρδαμυκτί παρατηρεί τη σκηνή, με τα νύχια της αρχίζει
να κνίζει τα πλάγια του κουβά, να τους ξυπνήσει επιτέλους, γιατί χρόνια
υπνωτισμένοι δεν την θωπεύουν.
Έτσι, αγίνωτη, αντί αυτού
χρησιμοποιεί τους άκανθους κάκτους, μα
πάντα μετά τους φυτεύει στο όνομα της Αρχαίας Πανσπερμίας.
Οι Μνηστήρες δεν ξυπνάνε ακόμη,
ενώ οι Ικέτες περιμένουν το σκέπασμα με αναφιλητά.
Στο Σινικό Τείχος θα έγλυφε αν,
τα σπαθιά των θλιμμένων Σαμουράι και των Νομάδων τις λόγχες, για να ηχούν έτι
μεταλλικότερον κατά τις μάχες για το νερό.
Το χαρακίρι του άντρα που θα είχε
αγαπήσει αν, της έμεινε στη μνήμη με τον απότομο ήχο του σπαθιού που σκίζει με
την ίδια ορμή λίπος, σάρκα και οστά.
Νερό της ζητούσαν οι αγρότες γύρω
από το Τείχος, δεν στέρεψε ποτέ.
Ένας Ικέτης πηδάει στη λίμνη να
κοιμηθεί στον τεράστιο λωτό, αμ δε, το
φυτό τον καταπίνει και βουλιάζει βαθιά.
Οι υπόλοιποι Ικέτες ουρλιάζουν
σαν λύκοι κι αυτή κόβει από το «Εχινόψις
Μιράπιλις» το μοναδικό ετήσιο λουλούδι,
το μασάει νωχελικά.
Ένας Μνηστήρας ξυπνάει για λίγο,
αρχίζει να βγάζει από το λαρύγγι του μεταλλικούς ήχους οχημάτων που
συγκρούονται σφοδρά, εργαλείων που κτυπάνε, κατσαρολών που πέφτουν, νυστεριών που, αφού κόψουν λίγο δέρμα,
πέφτουν στο χειρουργικό τραπέζι με αδιαφορία όπως σηκωθήκαν.
Από τους ήχους αυτούς του
Μνηστήρα πρώτο αναγνωρίζει το αμάξι το αμάξι του πατέρα που θα οδηγούσε αυτή
αν, να κτυπάει στο φράκτη δυνατά.
Ήταν δεκαπέντε όταν έπιασε κρυφά
τα κλειδιά απ’ τη τσέπη του κοιμώμενου μπαμπά με τα χέρια του διδύμου αδελφού
της.
Με το αριστερό του χέρι έβαλε
όπισθεν και με το δεξί του πόδι πάτησε φουλ γκάζι.
Σε τρία λεπτά είχε ξυπνήσει ο
πατέρας της από την κλαγγή των παρορμητικών σιδερικών .
Πατέρας και κόρη δεν αντάλλαζαν
κουβέντα από τότε αν, παρά της μάνας της τον οδυρμό.
Όταν ο πατέρας της φωνάζει
θυμωμένος περνώντας έξω από τον κήπο, πια αυτή δεν αναγνωρίζει τη φωνή του,
μόνο ακούει τα ηλεκτροφόρα καλώδια των στύλων να κτυπάνε από τον άνεμο.
Ο Μνηστήρας με ανοικτό στόμα
βγάζει μεταλλικούς ήχους ακόμη δυνατότερα.
Δεύτερο αναγνωρίζει το κομπρεσέρ,
που θα άκουγε αν, που έσκισε την άσφαλτο μπροστά από το σπίτι της τον αρχαίο
τάφο όταν ανακάλυψαν.
Κατέβηκε κι αυτή αόρατη τότε, στα
τέσσερα, απορημένη άκουσε τους αρχαιολόγους χαρούμενους στον αέρα να πετάνε τα
χρυσά νομίσματα, τις ασημένιες αλυσίδες, τα πολυποίκιλτα κύπελλα.
Οι αρχαίοι θησαυροί γέμισαν τον
τάφο με ήχους σε ψηλά ντεσιμπέλ, με την ηχώ των απηρχαιωμένων υπογείων τοίχων
έμοιαζαν ανεξήγητα τα γκελ.
Ήταν οι ήχοι των κόκκινων
διαβόλων της κόλασης να ανακατεύουν με τις μολυβένιες τρίαινες το ζωμό του θανάτου στα
καζάνια.
Ήταν οι ήχοι του χρήματος που θα
άγγιζε αν, στις τσέπες των μοντέρνων παντελονιών και των φορμών που θα έραβε
αν, για τις παγκόσμιες τουρνέ.
Σούρουπο θυμάται οι αρχαιολόγοι
φύγανε μερικά κιλά βαρύτεροι, ο λαμπερός απόηχος των σακουλών θα τη σημάδευε
αν, για πάντα.
Με ενοχή για χρόνια θα έδινε αν,
κέρματα στα μελαχρινά φτωχαδάκια, και θα
τους θύμιζε τον απίθανο πολιτισμό των χωρών τους που αφήναν.
Τρίτο αναγνωρίζει τον υπόκωφο ήχο
των σκευών της κουζίνας ένα-ένα να σκάνε στη μαρμάρινη σκακιέρα και να
καταλήγουν σε σχηματισμούς επικών παρτίδων των μεγάλων Μάστερ.
Αν ήταν κρυμμένη πίσω από την
κουρτίνα του ερμαριού των μπαχαρικών θα έσφιγγε με κλάμα τα αυτιά της που
πονάγαν από τις φωνές.
Αποσβολωμένη θα απολάμβανε αν, το
σκληρό σκηνικό με ξεγυμνωμένες Αιγύπτιες βασίλισσες να κάνουν απίθανα ματ και
πύργους να υποχωρούν στο μεγαλείο των πιονιών.
Με κουτάλες λυγισμένες,
κατσαρόλες χωρίς καπάκια στραβωμένες, τσίγκινα χωνιά χωρίς προβοσκίδα, μαχαίρια
καρφωμένα στα πόδια του τραπεζιού και της κορνίζας του παππού ζωγραφισμένου που
κοίταζε αμέτοχος το γιο του να χειροδικεί στη μάνα της και να γελάει με νεύρο
ποτισμένο, κάνοντας τσεκ στην όγδοη παρτίδα σκακιού.
Να κάνει αλ-μπασάν με πρωθύστερα
σκορπισμένο αλάτι από τις πεσμένες μεταλλικές αλατιέρες.
Με τα μαύρα μάρμαρα να ραγίζουν
από το βάρος της μολυβένιας τσουκάλας που σαν άλογο με κίνηση γάμμα έπεσε με
μίσος στα πόδια του.
Στη θύμηση αυτή δίνει με πάθος
ένα χαστούκι στο «Οπούντια Ρουφίδα» της, με ματωμένο χέρι αρπάζει το στρογγυλό
κομμάτι που έπεσε χάμω και το ρίχνει στο μισοξύπνιο Μνηστήρα.
Αυτός ξανακραυγάζει ένα-ένα τους
ήχους των νυστεριών και των ψαλίδων.
Να της θυμίσει τα εργαλεία να
κτυπάνε μεταξύ τους επίμονα για τη σκισμένη μήτρα που της άνοιξε το δρόμο για
το τεχνητό φως του ιατρείου.
Εκεί που εξέπνευσε πριν καν
φωνάξει με τη μεταλλική φωνή της το πρώτο «ουά».
Την φωνή που άκουσε μόνο το
αδελφάκι της και τη θυμάται ακόμη.
Το πρώτο «ουά» που ήθελε να πει
μελανιασμένη την ώρα που τη σήκωνε η μαμή ολοαίματη.
Την ιερή εκείνη ώρα της
θανογέννας γεννήθηκαν όλοι οι Ικέτες και οι Μνηστήρες της μαζί.
Μα η μάνα κι ο πατέρας της την
πλύνανε, την πιάσανε και φύγανε.
Χωρίς την έγκριση των γιατρών,
άψυχο νεογέννητο τη ρίξανε ανάμεσα στους κάκτους στην αυλή τους και δεν το
είπαν σε κανένα.
Οι δυο τους κλάψανε αργότερα
εσώκλειστοι, το δίδυμο αδελφάκι της στην αγκαλιά τους, και δεν ξαναποτίσανε
τους κάκτους.
Των αγκαθιών το μίσος στην πρώτη
επαφή στο υγρό της σουρωμένο δέρμα το
νόμισε ίδιο των δικών της και του κόσμου ολόκληρου, το έκανε αγάπη και
τραγούδι, το έκανε συλλογή με σπάνιους κάκτους απ’ τα ταξίδια που θα πήγαινε
αν. Κι έζησε τη ζωή της γειτονιάς, του
τόπου της και της οικουμένης με μισή ανάσα και έναν παιδικό σπασμό.