Thursday, September 27, 2012

Με Την Αγκαστρωμένην



Πάλε επήεν που ποτζιεί

τζιαι χώστηκεν η ασυγχώμματη

μόλις με είδεν να κοντέφκω.

 

Ίντα να κάμω ο γέριμος

πό 'χω τζι εγιώνι ανάγκες;

 

Ίνταμπου θέλει να της πω,

πως έννα περιμένω;

 

Αν πεις, εν τρίτην κόρην στη σειράν

που μάσιεται να μου κάμει,

τζιαι διάλειμμαν καμιά γρονιάν

εν καϊλά να πνάσει,

σιαιρούμαστεν, τζιζούμαστεν

για έναν μήναν θκιό,

αμμά ύστερα που το πακσίσι πιον,

εμέν που το κρεβάτιν θκιώγνει,

τζι’ αντρέπουμε που τα μωρά,

τζιαι ‘κόμα τίποτε

ας μεν καταλαβαίνουν.

 

Εγιώ που καταλάβω πόλασελα,

τζιαι ’ννα σπάσω πον κάμνω πακσίσιν τζιαι χαράν,

τζιει κάτω που πονώ

τζιαι παρηορκάν γυρεύκω,

της μάνας μου θαρκούμαι έννα το πω,

αμμά ‘ννα την παρτάρει.

 

Στες βρωμισμένες πάλαι εν πάω,

Κινέζες, Κυπραίες γερόντισσες,

Ρουμάνες, Τουρκάλλες,

τζιαι ποιος ηξέρει

πόθθεν αλλού τες φέρνουν που ποδά,

γιατί εγιώνι νεκατσιώ,

τζιαι ας με περιπαίζουν.

 

Καλλίτερα του τζιύρη μου,

να πάω να το κοττήσω,

που ετράβησεν τα ίδια,

τζι’ εγιώ καλά θθυμούμαι,

που τα έξι αδέρφκια πού ‘μαστεν,

ήμουν ο πιο μεγάλος.

 

Δώδεκα γρόνους όφτζιερους,

εκούνταν τον ποτζιεί,

έκαμνεν του μουσκουρούθκια που ποδά,

αμ εν αππήαν.

Κανέναν μήνα θκιο μάγκουμου αγκανίζασιν,

μα εμείνησκε ο γέριμος

ούλλον τον άλλον τον τζιαιρόν

δίχα μιαν τζίφρα του πας το κορμίν της.

 

Ο τζιύρης μου την λύσιν θα έσσιει σίουρα,

για ν’ άντεξεν ο καραπουσιουκλής

τριανταπέντε γρόνια ολάτζιερα

γιομάτα άσιυρον τζιαι μασημένον χώμαν ως τωρά,

μαζί με την αγκαστρωμένην.

14/04/2007

 

Sunday, September 23, 2012

Απόφθεγμα 26


ΤΟ ΠΙΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟ ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕΣ ΠΟΤΕ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙΣ ΘΑ ΗΤΑΝ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑ ΛΟΓΟ ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕΣ ΠΟΤΕ ΝΑ ΠΟΥΛΗΣΕΙΣ, ΟΥΤΕ ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΑΛΛΑ ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΥΡΩ.

Thursday, August 30, 2012

You Will Fall, American Boy


 
You will fall,
American boy
with a gun
in your hand
and a father
on your back
and a mummy
in your tummy.

 
For hundreds of years
in a million drawers
you hide this extension,
but still you show
your other ones

-your car-

-your TV set-

-your house-

-your spouse-

 

We know
it is a gun culture
you carry heavy on your shoulders,
forty-four states
by your side,
we know
it has to be.

 

But in the drawers
dark water is boiling metal
lurking,
dictating
to your cerebellum:

 kill

kill

kill,

American boy,
just anybody.

 

We know,
this is your masculinity,
it is no pusillanimous act
you want to be
everything your ancestors have been.
 

And then the moment comes
in a place you loved
in a place that betrayed you
it is not them
-We know-
it is a smell
in the air
deep in your nostrils.

It is the mummy
tearing your tummy apart,
coming out
to face you.
It is the Aztec mummy
you are so scared of,
-we know-
but you will obey.

It will happen fast.
You will kill one
then another
and another
and another
then a child
then a mother
and another
then the ether
then your oxygen
then your brother.

 

You will open your eyes
suffocating
with the gun
aiming
between them.
 

A red look
from this fearsome extension.
A quick look.

 
It is the moment
that you will fall.

 
And then you will rise.
 
-We know-


But we don’t understand.

Tuesday, August 28, 2012

AN AUTHOR'S OPINION ON LENGTH

HERE IS THE COMMENT AUTHOR
has made on a question about short story optimum length in my group http://www.goodreads.com/group/show/34426-jigsawfiction
on goodreads.
I appreciated the answer that is why I give space in my Literature Blog, since it is absolutely relevant.


["Christos, I came late in here. Are you still out there? As said, the story length depends on where you are sending it...if you have a publication in mind, most magazines/newspapers etc, give a total for what they wish to receive and you write to 'order'.
When you are writing for yourself, then the story needs to be as short or as long as the volition requires...go with the flow. If you are at the stage where you are doing 'professional' material, you will know what is demanded as to no repeats, check backs, cut to the quick any surplus required.

When it comes, it should take over and you should follow the lead. Discipline is something we all need as we write, but we should not restrict an idea to stick to form. It's a good idea to have a stock of work of differing lengths/subjects already honed that you have completed and are happy with."

Colette
Author of TO DIE OR NOT TO DIE/TO LIVE OR NOT TO LIVE    ]

Monday, August 27, 2012

Birds Still Fly In Damascus


Birds still fly in مدينة الياسمين‎
 
The hum of the flaming helicopter aiming for the new destiny hole

falling on Al-Marjeh, the central square of Damascus.

The blow up has made a flock of cuckoos fly around and away.

They were hiding someway,

high in the remaining cypresses,

low under the wrecked rickshaws.

 

The bullets that constantly hit the walls of every standing building

are digging to the inside

Alas! They ignore the roofs.

Me thinks that is where the sparrows have been nesting,

each mother with feathers on her offspring’s hearing cavities

hoping that this new generation will not bare her fear of the past few months,

that somehow those men will respect her and cease fire.

 

The collapsing of the mayor’s house on the corner house of the migrating lawyer

has launched a mass of a hundred pigeons to the sky,

all dusted and wounded, barely flying to keep up,

I’ve just grabbed a falling feather

-it is white-

 

Birds, they said, are still flying in Damascus.

I can assure you this before I go.

But wait!

This old eagle isn’t.

He is sitting in his huge nest on the water tower,

waiting for something I do not know.

he has no eggs to hatch,

he has no mouths to feed,

he just sits there with his wings open in dismay.

If he is thirsty,

Why won’t he drink from the deposit’s ajar door?

If he is hungry,

why won’t he just feast on the vulnerable rats

as they follow the centrifugal urge of this city to empty up?  

But if he is scared why won’t he sneak late at dusk to find a new home very far?

So quiet he is, an idle eagle,

a humble symbol,

of a dynasty ready to fall.

 

And now, full of days, I am ready to draw my own conclusions

and partly disagree,

Some birds just can’t fly in Damascus

-anymore-

 

 

 

Monday, August 13, 2012

The Olympic Hymn


The Olympic Hymn



Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, αγνέ πατέρα

του ωραίου, του μεγάλου και του αληθινού,

Κατέβα, φανερώσου κι άστραψε εδώ πέρα

στη δόξα της δικής σου γης και τ' ουρανού.

Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι

Στων ευγενών αγώνων λάμψε την ορμή

Και με το αμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι

και σιδερένιο πλάσε και άξιο το κορμί. (δις)

Κάμποι, βουνά και θάλασσες φέγγουνε μαζί σου

σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός.

Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου (δις)

Αρχαίο Πνεύμα αθάνατο, κάθε λαός. (δις)



Direct English Tranlsation

O Ancient immortal Spirit, pure father

Of beauty, of greatness and of truth,

Descend, reveal yourself and flash like lightning here,

within the glory of your own earth and sky.

At running and at wrestling and at throwing,

Shine in the momentum of noble contests,

And crown with the unfading branch

And make the body worthy and ironlike. (twice)

Plains, mountains and seas glow with you

Like a white-and-purple great temple,

And hurries at the temple here, your pilgrim, (twice)

O Ancient immortal Spirit, every nation. (twice)



Sang English Translation

Olympian flame immortal

Whose beacon lights our way

Emblaze our hearts with the fires of hope

On this momentous day

As now we come across the world

To share these Games of old

Let all the flags of every land

In brotherhood unfold

Sing out each nation, voices strong

Rise up in harmony

All hail our brave Olympians

With strains of victory

Olympic light burn on and on

O'er seas and mountains and plains

Unite, inspire, bring honor

To these ascending games


Monday, July 16, 2012

ΕΝΑ ΤΡΑΓΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

ΕΝΑ ΤΡΑΓΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΣΤΟ ΠΑΚΙΣΤΑΝ ΠΡΙΝ ΜΕΡΙΚΕΣ ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΑ ΠΡΙΝ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ. ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΠΟΙΟΙ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΟΤΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΝΕΤΑΙ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ.
Μοιράσου το
Διαβάστε για τον τραγικό θάνατο ενός νεογνού στο Πακιστάν το οποίο θάφτηκε ζωντανό από το πατέρα του επειδή γεννήθηκε παραμορφωμένο.
Πατέρας στο Πακιστάν έθαψε ζωντανό το νεογέννητο κοριτσάκι του επειδή γεννήθηκε παραμορφωμένο!
Το τραγικό περιστατικό συνέβη στην πόλη Kacha Khuh στην ανατολική επαρχία Punjab. Όπως αναφέρει η Βρετανική Daily Mail το κοριτσάκι που γεννήθηκε την περασμένη Πέμπτη κατάφερε να ζήσει μόλις λίγες ώρες καθώς ο πατέρας της σοκαρισμένος από τα "ανώμαλα χαρακτηριστικά" της προτίμησε να την θάψει ζωντανή.
Δράστης ο Chand Khan που είναι πατέρας άλλων τεσσάρων παιδιών. Όπως υποστηρίζει ο ίδιο το παιδί γεννήθηκε πεθαμένο και προτίμησε να το θάψει. Ωστόσο αυτόπτες μάρτυρες αναφέρουν ότι το νεογνό έκλαιγε την ώρα που ο αιμοβόρος πατέρας προσπαθούσε να το θάψει στο χώμα.
Το περιστατικό ήρθε στο φως της δημοσιότητας όταν κάτοικοι ειδοποίησαν τις αρχές που είδαν το πατέρα να θάβει ζωντανό την νεογέννητη κόρη του.
Η αστυνομία άμεσα αναμένεται να κάνει εκταφή του νεογνού ώστε να διαπιστωθεί ύστερα από νεκροψία η αιτία θανάτου του.
Ο Mohammed Farooq, γιατρός του νοσοκομείου όπου γεννήθηκε το παιδί ανέφερε ότι "γεννήθηκε υγιές, ωστόσο είχε πολύ μεγάλο κεφάλι".
Ο Farzana Bari, ακτιβιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταδίκασε το περιστατικό ενώ ο ακαδημαϊκός Raghab Naeemi, απαίτησε μια αυστηρή τιμωρία για τον πατέρα, αν αυτός κριθεί ένοχος.
Σύμφωνα με το δίκαιο του Πακιστάν θα καταδικαστεί σε θάνατο εάν βρεθεί ένοχος για τη δολοφονία της κόρης του.


Νέες Οδηγίες #35 Οι Ήχοι των Μετάλλων που Μάζεψε Κρυφά από τη Ζωή

Σούρουπο, τριγύρω της Ικέτες και Μνηστήρες ποτίζουν τη συλλογή της από κάκτους.

Τα φυτά από το πολύ πότισμα μαραίνονται, σαπίζουν, κι αυτή τους παροτρύνει χαμογελαστή.

Στη Νέα Υόρκη άκουσε αεροπλάνα στον ατσάλινο σκελετό του ουρανοξύστη να κτυπάνε, δεν νοιάστηκε καθόλου.

Τρυπάει ένα μήλο με το αγκάθι του σπάνιου κάκτου που αγόρασε πέρυσι, τον «Ευφόρβια Γοργόνις», αρχίζει να ρουφάει το ζουμί.

Το πρόσωπό της σαν Μέδουσας θεριεύει.

Μαζεύονται τριγύρω πιο ασφυκτικά οι Μνηστήρες, οι Ικέτες κλαίνε παραπέρα.

Ατρόμητη κι αγέρωχη σαν βασιλική κόμπρα σφυρίζει.

Στου αεροπλανοφόρου τον αεροδιάδρομο αλλοπαρμένη θα κτύπαγε αν, με αλυσίδες στις ουρές των  F-16 για να ξεκινούν.

Αραιώνει ο κλοιός και οι Μνηστήρες της γυρνάνε την πλάτη με στρατιωτική μεταβολή.

Τους κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια και αγκαλιάζει με πάθος τη «Μικρομέρεια Ακροπολιτάνα» τη νεοφερμένη.

Τρυπάνε τα στήθια της, τρέχει το αίμα και το σάπιο γάλα στη σάρκα του μικροσκοπικού κακτοειδούς.

Οι  Ικέτες ξαπλώνουν στο χώμα νωπό, σεπτά τα χέρια στο στήθος διπλωμένα, αναμένουν τους Μνηστήρες να τους σκεπάσουν τρυφερά με τα φύλλα της φραγκοσυκιάς που μαζεύανε κρυφά της.

Οι Μνηστήρες υπνωτίζονται ξανά, σαν κάθε βράδυ, από τη λάμψη του φεγγαριού στο μέταλλο του κουβά που γέμισαν για να ποτίσουν.

Αυτή ασκαρδαμυκτί  παρατηρεί τη σκηνή, με τα νύχια της αρχίζει να κνίζει τα πλάγια του κουβά, να τους ξυπνήσει επιτέλους, γιατί χρόνια υπνωτισμένοι δεν την θωπεύουν.

Έτσι, αγίνωτη, αντί αυτού χρησιμοποιεί τους άκανθους  κάκτους, μα πάντα μετά τους φυτεύει στο όνομα της Αρχαίας Πανσπερμίας.

Οι Μνηστήρες δεν ξυπνάνε ακόμη, ενώ οι Ικέτες περιμένουν το σκέπασμα με αναφιλητά.

Στο Σινικό Τείχος θα έγλυφε αν, τα σπαθιά των θλιμμένων Σαμουράι και των Νομάδων τις λόγχες, για να ηχούν έτι μεταλλικότερον κατά τις μάχες για το νερό.

Το χαρακίρι του άντρα που θα είχε αγαπήσει αν, της έμεινε στη μνήμη με τον απότομο ήχο του σπαθιού που σκίζει με την ίδια ορμή λίπος, σάρκα και οστά.

Νερό της ζητούσαν οι αγρότες γύρω από το Τείχος,  δεν στέρεψε ποτέ.

Ένας Ικέτης πηδάει στη λίμνη να κοιμηθεί στον τεράστιο  λωτό, αμ δε, το φυτό τον καταπίνει και βουλιάζει βαθιά.

Οι υπόλοιποι Ικέτες ουρλιάζουν σαν λύκοι κι αυτή  κόβει από το «Εχινόψις Μιράπιλις» το μοναδικό ετήσιο λουλούδι,  το μασάει νωχελικά.

Ένας Μνηστήρας ξυπνάει για λίγο, αρχίζει να βγάζει από το λαρύγγι του μεταλλικούς ήχους οχημάτων που συγκρούονται σφοδρά, εργαλείων που κτυπάνε, κατσαρολών που πέφτουν,  νυστεριών που, αφού κόψουν λίγο δέρμα, πέφτουν στο χειρουργικό τραπέζι με αδιαφορία όπως σηκωθήκαν.

Από τους ήχους αυτούς του Μνηστήρα πρώτο αναγνωρίζει το αμάξι το αμάξι του πατέρα που θα οδηγούσε αυτή αν, να κτυπάει στο φράκτη δυνατά.

Ήταν δεκαπέντε όταν έπιασε κρυφά τα κλειδιά απ’ τη τσέπη του κοιμώμενου μπαμπά με τα χέρια του διδύμου αδελφού της.

Με το αριστερό του χέρι έβαλε όπισθεν και με το δεξί του πόδι πάτησε φουλ γκάζι.

Σε τρία λεπτά είχε ξυπνήσει ο πατέρας της από την κλαγγή των παρορμητικών σιδερικών .

Πατέρας και κόρη δεν αντάλλαζαν κουβέντα από τότε αν, παρά της μάνας της τον οδυρμό.

Όταν ο πατέρας της φωνάζει θυμωμένος περνώντας έξω από τον κήπο, πια αυτή δεν αναγνωρίζει τη φωνή του, μόνο ακούει τα ηλεκτροφόρα καλώδια των στύλων να κτυπάνε από τον άνεμο.

Ο Μνηστήρας με ανοικτό στόμα βγάζει μεταλλικούς ήχους ακόμη δυνατότερα.

Δεύτερο αναγνωρίζει το κομπρεσέρ, που θα άκουγε αν, που έσκισε την άσφαλτο μπροστά από το σπίτι της τον αρχαίο τάφο όταν ανακάλυψαν.

Κατέβηκε κι αυτή αόρατη τότε, στα τέσσερα, απορημένη άκουσε τους αρχαιολόγους χαρούμενους στον αέρα να πετάνε τα χρυσά νομίσματα, τις ασημένιες αλυσίδες, τα πολυποίκιλτα κύπελλα.

Οι αρχαίοι θησαυροί γέμισαν τον τάφο με ήχους σε ψηλά ντεσιμπέλ, με την ηχώ των απηρχαιωμένων υπογείων τοίχων έμοιαζαν ανεξήγητα τα γκελ.

Ήταν οι ήχοι των κόκκινων διαβόλων της κόλασης να ανακατεύουν με τις  μολυβένιες τρίαινες το ζωμό του θανάτου στα καζάνια.

Ήταν οι ήχοι του χρήματος που θα άγγιζε αν, στις τσέπες των μοντέρνων παντελονιών και των φορμών που θα έραβε αν, για τις παγκόσμιες τουρνέ. 

Σούρουπο θυμάται οι αρχαιολόγοι φύγανε μερικά κιλά βαρύτεροι, ο λαμπερός απόηχος των σακουλών θα τη σημάδευε αν, για πάντα.

Με ενοχή για χρόνια θα έδινε αν, κέρματα στα μελαχρινά φτωχαδάκια,  και θα τους θύμιζε τον απίθανο πολιτισμό των χωρών τους που αφήναν.

Τρίτο αναγνωρίζει τον υπόκωφο ήχο των σκευών της κουζίνας ένα-ένα να σκάνε στη μαρμάρινη σκακιέρα και να καταλήγουν σε σχηματισμούς επικών παρτίδων των μεγάλων Μάστερ.

Αν ήταν κρυμμένη πίσω από την κουρτίνα του ερμαριού των μπαχαρικών θα έσφιγγε με κλάμα τα αυτιά της που πονάγαν από τις φωνές.

Αποσβολωμένη θα απολάμβανε αν, το σκληρό σκηνικό με ξεγυμνωμένες Αιγύπτιες βασίλισσες να κάνουν απίθανα ματ και πύργους να υποχωρούν στο μεγαλείο των πιονιών. 

Με κουτάλες λυγισμένες, κατσαρόλες χωρίς καπάκια στραβωμένες, τσίγκινα χωνιά χωρίς προβοσκίδα, μαχαίρια καρφωμένα στα πόδια του τραπεζιού και της κορνίζας του παππού ζωγραφισμένου που κοίταζε αμέτοχος το γιο του να χειροδικεί στη μάνα της και να γελάει με νεύρο ποτισμένο, κάνοντας τσεκ στην όγδοη παρτίδα σκακιού.

Να κάνει αλ-μπασάν με πρωθύστερα σκορπισμένο αλάτι από τις πεσμένες μεταλλικές αλατιέρες.

Με τα μαύρα μάρμαρα να ραγίζουν από το βάρος της μολυβένιας τσουκάλας που σαν άλογο με κίνηση γάμμα έπεσε με μίσος στα πόδια του.

Στη θύμηση αυτή δίνει με πάθος ένα χαστούκι στο «Οπούντια Ρουφίδα» της, με ματωμένο χέρι αρπάζει το στρογγυλό κομμάτι που έπεσε χάμω και το ρίχνει στο μισοξύπνιο Μνηστήρα.

Αυτός ξανακραυγάζει ένα-ένα τους ήχους των νυστεριών και των ψαλίδων.

Να της θυμίσει τα εργαλεία να κτυπάνε μεταξύ τους επίμονα για τη σκισμένη μήτρα που της άνοιξε το δρόμο για το τεχνητό φως του ιατρείου.

Εκεί που εξέπνευσε πριν καν φωνάξει με τη μεταλλική φωνή της το πρώτο «ουά».

Την φωνή που άκουσε μόνο το αδελφάκι της και τη θυμάται ακόμη.

Το πρώτο «ουά» που ήθελε να πει μελανιασμένη την ώρα που τη σήκωνε η μαμή ολοαίματη.

Την ιερή εκείνη ώρα της θανογέννας γεννήθηκαν όλοι οι Ικέτες και οι Μνηστήρες της μαζί.

Μα η μάνα κι ο πατέρας της την πλύνανε, την πιάσανε και φύγανε.

Χωρίς την έγκριση των γιατρών, άψυχο νεογέννητο τη ρίξανε ανάμεσα στους κάκτους στην αυλή τους και δεν το είπαν σε κανένα. 

Οι δυο τους κλάψανε αργότερα εσώκλειστοι, το δίδυμο αδελφάκι της στην αγκαλιά τους, και δεν ξαναποτίσανε τους κάκτους.

Των αγκαθιών το μίσος στην πρώτη επαφή στο υγρό της σουρωμένο δέρμα  το νόμισε ίδιο των δικών της και του κόσμου ολόκληρου, το έκανε αγάπη και τραγούδι, το έκανε συλλογή με σπάνιους κάκτους απ’ τα ταξίδια που θα πήγαινε αν.  Κι έζησε τη ζωή της γειτονιάς, του τόπου της και της οικουμένης με μισή ανάσα και έναν παιδικό σπασμό.

Friday, April 13, 2012

Ο 'ΕΣΥ'

ΑΝ ΗΣΟΥΝ ΗΡΩΑΣ ΣΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΟΥ, ΩΣ ΤΩΡΑ ΘΑ ΣΟΥ ΕΙΧΑ ΘΡΥΜΜΑΤΙΣΕΙ ΤΑ ΚΟΚΚΑΛΑ ΣΟΥ ΟΛΑ, ΘΑ ΣΟΥ ΕΙΧΑ ΣΚΙΣΕΙ ΤΟ ΔΕΡΜΑ, ΘΑ ΣΟΥ ΕΙΧΑ ΒΓΑΛΕΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΣΤΑΓΟΝΑ-ΣΤΑΓΟΝΑ, ΘΑ ΣΕ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΑ ΣΑΝ ΤΟΝ ΠΙΟ ΑΔΥΝΑΜΟ Ή ΤΟΝ ΠΙΟ ΑΠΑΝΘΡΩΠΟ ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΟ. ΑΝ ΗΣΟΥΝ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΚΡΥΜΜΕΝΟΣ ΘΑ ΣΕ ΕΒΡΙΣΚΑ ΚΑΙ ΘΑ ΣΕ ΕΞΕΘΕΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΝΗΡΙΑ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΣΥΝΗ ΣΟΥ.
ΓΙ ΑΥΤΟ ΝΑ ΝΟΙΩΘΕΙΣ ΤΥΧΕΡΟΣ ΠΟΥ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΑΛΛΗΓΟΡΙΚΑ ΤΑ ΚΑΝΩ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ΚΑΙ ΣΕ ΕΝΑ ΑΝΥΠΑΡΚΤΟ 'ΕΣΥ'.

Thursday, April 12, 2012

ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΑΥΓΟ


ΜΟΥ ΕΧΕΙΣ ΓΕΜΙΣΕΙ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ ΚΟΚΚΙΝΑ ΑΥΓΑ ΑΠΟ ΑΙΜΑ, ΒΙΑ, ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΚΑΙ ΔΙΨΑ ΓΙΑ ΝΙΚΗ.
ΚΑΙ ΜΟΛΙΣ ΣΟΥ ΕΝΑΠΟΘΕΤΩ ΩΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΝΑ ΜΑΥΡΟ ΑΥΓΟ ΜΕ ΑΠΟΚΑΛΕΙΣ ΧΩΡΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΔΙΣΤΑΓΜΟ: ΑΙΡΕΤΙΚΟ - ΜΥΣΤΗΡΙΟ - ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ.
ΛΕΣ ΠΩΣ ΣΟΥ ΑΠΕΙΛΩ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΣΟΥ, ΠΩΣ ΘΑ ΚΑΝΩ ΤΟΥΣ ΑΔΥΝΑΜΟΥΣ ΝΑ ΑΛΛΑΞΟΠΙΣΤΗΣΟΥΝ.
ΜΑ ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΧΩ ΚΑΜΙΑ ΠΙΣΤΗ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΕΡΩ ΩΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΜΑ.
ΔΕΝ ΕΧΩ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΕΙΣΩ.
ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΤΟΥΣ ΑΛΛΑΞΟΠΙΣΤΗΣΩ!
ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΟΥ ΘΕΛΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΕΛΕΗΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΑΥΓΟΥ ΕΔΩ ΚΑΙ ΧΙΛΙΑ ΕΞΑΚΟΣΙΑ ΟΓΔΟΝΤΑ ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟ ΣΤΗ ΝΙΚΑΙΑ.
ΘΕΣ ΝΑ ΤΣΟΥΓΚΡΙΣΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΜΟΥ ΑΥΓΟ;
ΜΗΝ ΦΟΒΑΣΑΙ, ΘΑ ΡΑΓΙΣΩ - ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ - ΠΡΩΤΟΣ ΕΓΩ.

Saturday, February 25, 2012

Απόφθεγμα 26:


Μην φυλάς χρήματα και μη φιλάς πλέον το χρυσό. Δέξου ότι η κυρίαρχη δύναμη είναι η Φτώχεια και ως ελεύθερη κυρίαρχη τάξη που πια κατέχει τη Γνώση, σαν κέρβερος φυλάει το μεγαλύτερο γρανάζι της Μηχανής. Έχει πλέον στην κατοχή της την πλέον χρήσιμη πληροφορία, ότι χωρίς αυτήν η Μηχανή δεν γυρνάει.  Μην γίνεσαι πια πλούσιος, θα στα πάρουν έτσι κι αλλιώς οι Λίγοι μέσω των πολιτικών που τους υπηρετούν παγκόσμια. Εν έτει 2012, καλείσαι να διαλέξεις πλευρά.

Sunday, February 12, 2012

The Baby Tooth.



Won’t you try licking all your smudgy pride

With a deciduous tongue hanging from a tree?



Won’t you now for a year sit, milking your sexy dreams

With a temporary mother sucker whisking bloody cream?



Won’t you also cry with a trillion tears sliding on enamel roads

Finally learning Primary Time has no speeding gears?



Won’t you go at last to that old tooth doctor of fate

To be identified, cleaned with silver tools, and pay?



I would kill my spirit knowing all these,

Kill it with a reborner knife standing upside down on my double root

If I learned about me, despite my hollow hope,

that I have always just been a toddler’s baby tooth.

Wednesday, February 08, 2012

Απόφθεγμα 25


Κόψε ένα λουλούδι που θα μπορούσε να ζήσει ένα ολόκληρο μήνα για να δώσει σπόρους για άλλα εκατό φυτά, και χάρισε το σε μια γυναίκα για να χαιδέψεις για ένα λεπτό –το πολύ- την αιώνιά της ματαιοδοξία.

Sunday, January 29, 2012

Lethal Love




I’d give my life for you had it been a need.

You know I’d spare my organs

I’d share my breathing,

For you to live a day more than me.

Adonis, Ofelia, Juliette, Herotocritus,

All lovers gone without love,

How can I stay? How can you ask me to go second?

Why, how, when did you set this loving heroism,

All history of love on my shoulders,

This is not your burden

So don’t turn the car leftwards

Turn it to my side.



I say the cigarette you’re holding

doesn’t make much smoke today.



In dismay I see all my dreams in indigo reflections from your bland eyes,

I see all my roads driven on your sweet cheek grinning lines.

Why are you smiling on this last second before the end?



I really don’t care if I go as long as you stay.

And I really don’t care if I go

as long as you promise you don’t feel the same.

[You should not feel the same]

You are not allowed to give your life for me,

You have no right,

For then my will for your eternal life is void.

Turn your steering wheel to my side, I am going first.

I’m getting down here, sir.

And I’m gonna shout the truth to you

‘Cause I can’t whisper it to your ears.

‘Cause I have to howl my weakness,

My dependence to your true fears.

You should have dropped me off when I told you,

-Or better-

You should have never picked me up in the first place,

I told you about my curse,

That I carry lethal love inside my veins,

Lover after lover they were all gone,

I wanted to go before you,

-Somehow I would have managed-

But you wanted this burden on your shoulders,

You wanted to go against all odds,

And now on this last second

The wall.

Follow me fb