Wednesday, October 17, 2007

Η Ψυχή του Φιλίππου του Ωραίου Χρόνια Μετά - Χώμα και Κρέας


Αποκοπή, εγκλεισμός, ανία, άγνοια
έξω, το έξω, προς τα έξω,
όχι πια μέσα, το μέσα, μέσα,
Άνοιξε, πανικοβλήθηκα, άνοιξε.
Ακούς, κάτι ακούς.
Άνοιξε, νομίζω μετάνιωσα, άνοιξε.

Ταγμένος στόχος να σε κάψω, να σε ψήσω,
Άμοιρο από κρέας κομμάτι αχάριστο,
Καμιά σου κίνηση ζωή πια δεν προδίδει,
Χωρίς αντανακλαστικά
Στου περιβάλλοντος τα μύρια ερεθίσματα
Καμιά οδηγία δε λαμβάνεις, δεν ακολουθείς,
όσο κι αν προσπαθώ ενέργεια να στείλω,
μα από πού ν’ αντλήσω.

Κλεισμένη με έχεις χρόνια, αιώνες τώρα,
μέσα σου φορές μύριες έχω ξαναγεννηθεί,
όσες με έχεις σκοτώσει
και μία παραπάνω,
με την δική μου πρώτη επιλογή,
μα κάτι δεν ταιριάζει,
δε σε συνηθίζω,
δεν με αισθάνεσαι
το σκοτάδι σου με φοβίζει,
το φως μου σε τρελαίνει,
Τα μάτια δεν ανοίγεις λίγο να δω το έξω

Άνοιξε, αρκετά προβλήθηκα, άνοιξε.
Ακούς, κάτι ακούς.
Άνοιξε, νομίζω μετάνιωσα, άνοιξε.

Ο επιτάφιος λόγος δεν αργεί,
Ποιος θα σου τον διαβάσει,
ποιος θα με αποχαιρετήσει,
να πιάσει η ευχή,
Να πάρει η ευχή!

Τα σκουλήκια αδημονούν..
Αφόρητο σώμα
ας ήσουνα φτιαγμένο από λάσπη
Θα έσφιγγα το χέρι σθεναρά,
φωτιά, χώμα, νερό, κι ελεύθερη!

Τώρα σε σφίγγω και αίμα στάζει,
κόκαλο τρίζει,
σκίζει το δέρμα.
Παραλύεις και παραδίνεσαι
με την πρωινή ερώτηση,
με το κάθε γιατί.

Αν ήξερα πώς μου έμελλε
να πορευθώ στο χρόνο
Άλλη διάσταση θα διάλεγα,
λίγα κβάντα μετά, πριν ή αλλού
Ή θα σε έκαιε ο Πάπας Κλημέντιος
αφού θα σε έστελνα στον Άγιο Τάφο,
και θα σου δίδασκα την αποταμίευση
πριν γεννηθώ.

Άνοιξε, κάτι θυμήθηκα, άνοιξε.
Ακούς, κάτι ακούς.
Άνοιξε, νομίζω μετάνιωσα, άνοιξε.

Κι έτσι τώρα με τους νεκροφάγους συνεργώ
και με ένα ιερέα καταφερτζή,
από τους συνεργούς σου βελτίωνα.
Φέρετρα φτιάχνει κι ανοίγει τάφους,
δεν καίει, δεν τιμωρεί
Και κάνει ευχέλαια και υμνεί
Για να απελευθερώσει τις ψυχές
απ’ τους παραλυμένους.

Άνοιξε, πανικοβλήθηκα, άνοιξε.
Ακούς, κάτι ακούς.
Άνοιξε, μετάνιωσα, άνοιξε.

Ταγμένο στο ΄χω αν δεν κουνήσεις
έστω το ένα βλέφαρο για μια στιγμή
να δω πόσο ψηλά ανυψώθηκε του Άιφελ ο πύργος
και τον Κουασιμόδο να φιλήσω,
δεν θα σ’ αφήσω να ξαναγεννηθείς!

Φεύγω για πάντα χαμένο κουφάρι,
κι ας δακρύζουν οι συγκινημένοι,
ας αυτοσχεδιάζουν οι μοιρολογίστρες.
© Christos P.R. Tsiailis
19/5/96

No comments:

Follow me fb