Μόλις ενημερώθηκα για την αιώρηση που έχεις αρχίσει,
Μπεναζίρ,
μόλις που προλαβαίνω την Ακρόπολη να τρέξω.
Με πρόλαβαν οι καλπάζουσες εικονικές ειδήσεις στο απογευματινό τροχάδι,
έχουν απολυθεί οι έφιπποι αγγελιοφόροι.
Σκοτεινιάζει η αποφράδα μέρα,
είμαι ντυμένος στα λευκά,
κανείς δεν θα δει να αγκαλιάζω τις χοντρές λευκές κολώνες,
μόνο ένα μικρό βρέφος
στην κύρια είσοδο παρατημένο
το σάνδαλό μου θα ακούσει
στο αέτωμα να ακουμπάει.
Από δω θα περάσεις,
Μπεναζίρ,
καλά το είχες προβλέψει,
έχοντας ζήσει τη ζωή που έζησες.
Όσοι την έζησαν ετούτη τη ζωή,
από εδώ περνάνε.
Ο επαναστατικός φυσάει απ’ το στόμα του φιλοσοφικού ανέμου,
Μπεναζίρ,
πες το στα αγάλματα που λείπουν,
πες το επίσημα,
ήσουν νόμιμη επαναστάτης,
πες το φωνακτά όπως περνάς.
Εδώ είμαι να καταγράψω,
φώναξε το στην Αθήνα,
θα το πει στην Αθηνά,
φώναξε την οργή του θανάτου σου,
φέρε εδώ την ορμή της έκρηξης από το Πακιστάν των καμικάζι,
μα πες μου,
από αστέρι που από μισοφέγγαρο γεννιέται,
εσύ τι περιμένεις?
Σε είχα ερωτευτεί για μία στιγμή πριν χρόνια,
Μπεναζίρ,
το όνομά σου έσταζε γλυκά επάνω μου,
απ’ τον ιδρώτα του μόχθου ενός λαού,
όπως τις σελίδες μανιωδώς γύριζα
των πολιτικών βιβλίων.
Δεν διαβάζω πια,
Μπεναζίρ,
σταμάτησα με τον εξορισμό σου,
άσπρισα στη Δύση,
κιτρίνισα στην Άπω Ανατολή,
στη Γη του Πυρός κοκκίνισα.
Μόλις που προλαβαίνω να κουρνιάσω στο αέτωμα,
πριν περάσεις από ‘δω
και ύψος πάρεις.
Κανείς το Θιβέτ δεν προτιμάει,
Μπεναζίρ,
το Έβερεστ είναι σύμβολο φαλλικό,
αφανείς ορειβάτες το ανεβαίνουν
για να διαστέλλουν
των μικροεπαναστάσεων τις εντυπώσεις.
Μα όχι, εσύ αλλού ανέβηκες,
Μπεναζίρ,
κι ανέβασες το νόημα της ουσίας,
γυνή ούσα,
σε θρόνο δύσκολο,
από ‘κει για χρόνια αγναντεύεις,
κι ίσως ποθείς
το άνδρο των ηρώων,
το κενό αέτωμα.
Το ισοσκελές τρίγωνο ετούτο
που ψάχνει απαρχής κοσμογονία,
φλερτάρει σαν αιδοίο το νέο είδος ανθρώπου
που εξελίσσεται τον τελευταίο αιώνα,
αγάλματα του Χόμο Ντιτζιιτάλις φτιάχνονται,
παράλληλα με τους νέους μύθους φιλοτεχνούνται.
Η Βρετανία δεν γνωρίζει,
Μπεναζίρ,
δεν αντιλαμβάνεται
την ασημασία του συμβόλου που κατακρατεί,
δεν ξέρει πιο σκοπό εξυπηρετεί,
δεν ακούει τον Ορφικό ύμνο
που ψιθυρίζεται απ’ τους Κινέζους και Ιάπωνες τουρίστες
στους διαδρόμους του Μουσείου,
δεν ακούει τα κοροϊδευτικά γέλια
των μελαμψών τρομοκρατών
που η ίδια ταΐζει.
Πόση ώρα επέζησες στο νοσοκομείο?
Πόσα λεπτά την άχνα σου διαπραγματευόσουν?
Πόσες ανάσες,
Μπεναζίρ,
για να αξίζουν οι είκοσι αθώοι που σε ακολούθησαν,
και οι άλλοι εκατόν τριάντα εννέα
στην προηγούμενη επίθεση,
που κέρδισες στις διαπραγματεύσεις
με τον αργόσχολο του Άδη απεσταλμένο?
Πώς ήταν η εξορία,
κυρία Μπούτο,
γιατί δεν πέρασες από τη χώρα μας,
να σε γνωρίσω ήθελα,
εδώ τριγύρω που τρέχω
στον περίοπτο λόφο σε περίμενα,
θα σου έλεγα για τη διαδήλωση,
θα σου έδινα επιλογή,
θα ήσουν ηρωίδα,
τρισάξια υποψήφια για αγαλματοποίηση,
αφού συνειδητά σήμερα
θα πρότασσες το ατσάλινό σου στήθος
στους συμφεροντολόγους ταραξίες.
Το 1979 άρχισες την αντίστροφη μέτρηση,
κυρία Μπούτο,
στη θέση του πατέρα η κόρη σπανίζει να είναι,
μα αυτό γίνεται όταν ο υιός αδυνατεί.
Όσο κρατήσει μια κόρη πριν φαγωθεί.
Μια κόρη τη μοίρα της εύκολα γράφει,
ένας κούρος μυστήρια αδυνατεί.
Σε παρακολουθούσα,
Μπεναζίρ,
μία συμφωνούσα, μια διαφωνούσα.
Σε θαύμασα,
Αγέρωχη, Σιδηρά,
σαν τις παλιές, καλές πανμήτωρες,
τις Θεότητες, τις Βασίλισσες, τις Αυτοκράτειρες,
άντρες στην όψη σου έσκυψαν το κεφάλι,
άντρες γονάτισαν,
ξάπλωσαν μπρούμυτα,
ξάπλωσαν ανάσκελα,
ξάπλωσαν για πάντα.
Εδώ, σε τούτο το τέλειο σχήμα,
Μπεναζίρ, αν προλάβω
τέτοιο άγαλμα θα βάλω
να απεικονίζει τις καινούριες μάχες της ελευθερίας,
της ευρύτερης παγκόσμιας ελληνικής επικρατείας,
Ω, σύγχρονο πνεύμα ειρήνης νεογνό,
η Μπεναζίρ δεν οδηγήθηκε από ‘δω,
πήρε απευθείας ύψος.
Μπεναζίρ,
μόλις που προλαβαίνω την Ακρόπολη να τρέξω.
Με πρόλαβαν οι καλπάζουσες εικονικές ειδήσεις στο απογευματινό τροχάδι,
έχουν απολυθεί οι έφιπποι αγγελιοφόροι.
Σκοτεινιάζει η αποφράδα μέρα,
είμαι ντυμένος στα λευκά,
κανείς δεν θα δει να αγκαλιάζω τις χοντρές λευκές κολώνες,
μόνο ένα μικρό βρέφος
στην κύρια είσοδο παρατημένο
το σάνδαλό μου θα ακούσει
στο αέτωμα να ακουμπάει.
Από δω θα περάσεις,
Μπεναζίρ,
καλά το είχες προβλέψει,
έχοντας ζήσει τη ζωή που έζησες.
Όσοι την έζησαν ετούτη τη ζωή,
από εδώ περνάνε.
Ο επαναστατικός φυσάει απ’ το στόμα του φιλοσοφικού ανέμου,
Μπεναζίρ,
πες το στα αγάλματα που λείπουν,
πες το επίσημα,
ήσουν νόμιμη επαναστάτης,
πες το φωνακτά όπως περνάς.
Εδώ είμαι να καταγράψω,
φώναξε το στην Αθήνα,
θα το πει στην Αθηνά,
φώναξε την οργή του θανάτου σου,
φέρε εδώ την ορμή της έκρηξης από το Πακιστάν των καμικάζι,
μα πες μου,
από αστέρι που από μισοφέγγαρο γεννιέται,
εσύ τι περιμένεις?
Σε είχα ερωτευτεί για μία στιγμή πριν χρόνια,
Μπεναζίρ,
το όνομά σου έσταζε γλυκά επάνω μου,
απ’ τον ιδρώτα του μόχθου ενός λαού,
όπως τις σελίδες μανιωδώς γύριζα
των πολιτικών βιβλίων.
Δεν διαβάζω πια,
Μπεναζίρ,
σταμάτησα με τον εξορισμό σου,
άσπρισα στη Δύση,
κιτρίνισα στην Άπω Ανατολή,
στη Γη του Πυρός κοκκίνισα.
Μόλις που προλαβαίνω να κουρνιάσω στο αέτωμα,
πριν περάσεις από ‘δω
και ύψος πάρεις.
Κανείς το Θιβέτ δεν προτιμάει,
Μπεναζίρ,
το Έβερεστ είναι σύμβολο φαλλικό,
αφανείς ορειβάτες το ανεβαίνουν
για να διαστέλλουν
των μικροεπαναστάσεων τις εντυπώσεις.
Μα όχι, εσύ αλλού ανέβηκες,
Μπεναζίρ,
κι ανέβασες το νόημα της ουσίας,
γυνή ούσα,
σε θρόνο δύσκολο,
από ‘κει για χρόνια αγναντεύεις,
κι ίσως ποθείς
το άνδρο των ηρώων,
το κενό αέτωμα.
Το ισοσκελές τρίγωνο ετούτο
που ψάχνει απαρχής κοσμογονία,
φλερτάρει σαν αιδοίο το νέο είδος ανθρώπου
που εξελίσσεται τον τελευταίο αιώνα,
αγάλματα του Χόμο Ντιτζιιτάλις φτιάχνονται,
παράλληλα με τους νέους μύθους φιλοτεχνούνται.
Η Βρετανία δεν γνωρίζει,
Μπεναζίρ,
δεν αντιλαμβάνεται
την ασημασία του συμβόλου που κατακρατεί,
δεν ξέρει πιο σκοπό εξυπηρετεί,
δεν ακούει τον Ορφικό ύμνο
που ψιθυρίζεται απ’ τους Κινέζους και Ιάπωνες τουρίστες
στους διαδρόμους του Μουσείου,
δεν ακούει τα κοροϊδευτικά γέλια
των μελαμψών τρομοκρατών
που η ίδια ταΐζει.
Πόση ώρα επέζησες στο νοσοκομείο?
Πόσα λεπτά την άχνα σου διαπραγματευόσουν?
Πόσες ανάσες,
Μπεναζίρ,
για να αξίζουν οι είκοσι αθώοι που σε ακολούθησαν,
και οι άλλοι εκατόν τριάντα εννέα
στην προηγούμενη επίθεση,
που κέρδισες στις διαπραγματεύσεις
με τον αργόσχολο του Άδη απεσταλμένο?
Πώς ήταν η εξορία,
κυρία Μπούτο,
γιατί δεν πέρασες από τη χώρα μας,
να σε γνωρίσω ήθελα,
εδώ τριγύρω που τρέχω
στον περίοπτο λόφο σε περίμενα,
θα σου έλεγα για τη διαδήλωση,
θα σου έδινα επιλογή,
θα ήσουν ηρωίδα,
τρισάξια υποψήφια για αγαλματοποίηση,
αφού συνειδητά σήμερα
θα πρότασσες το ατσάλινό σου στήθος
στους συμφεροντολόγους ταραξίες.
Το 1979 άρχισες την αντίστροφη μέτρηση,
κυρία Μπούτο,
στη θέση του πατέρα η κόρη σπανίζει να είναι,
μα αυτό γίνεται όταν ο υιός αδυνατεί.
Όσο κρατήσει μια κόρη πριν φαγωθεί.
Μια κόρη τη μοίρα της εύκολα γράφει,
ένας κούρος μυστήρια αδυνατεί.
Σε παρακολουθούσα,
Μπεναζίρ,
μία συμφωνούσα, μια διαφωνούσα.
Σε θαύμασα,
Αγέρωχη, Σιδηρά,
σαν τις παλιές, καλές πανμήτωρες,
τις Θεότητες, τις Βασίλισσες, τις Αυτοκράτειρες,
άντρες στην όψη σου έσκυψαν το κεφάλι,
άντρες γονάτισαν,
ξάπλωσαν μπρούμυτα,
ξάπλωσαν ανάσκελα,
ξάπλωσαν για πάντα.
Εδώ, σε τούτο το τέλειο σχήμα,
Μπεναζίρ, αν προλάβω
τέτοιο άγαλμα θα βάλω
να απεικονίζει τις καινούριες μάχες της ελευθερίας,
της ευρύτερης παγκόσμιας ελληνικής επικρατείας,
Ω, σύγχρονο πνεύμα ειρήνης νεογνό,
η Μπεναζίρ δεν οδηγήθηκε από ‘δω,
πήρε απευθείας ύψος.
© Christos P.R. Tsiailis
27/12/07
27/12/07
4 comments:
Μπράβο!!!!!!!!Τέλειο........
Περασα για καλή χρονιά και απλά υποκλίνομαι!
σας ευχαριστώ, ανώνυμε και κλέλια. Κι εμένα μου άρεσε ιδιαίτερα το ποίημα έτσι που μου βγήκε αυθόρμητα με το που πληροφορήθηκα τη δολοφονία αυτής της γυναίκας που για χρόνια ψιθύριζε αγιότητα στο αυτί μου.
Καλή χρονιά να έχετε, θα σας τα πω όμως στο δικό σας blog :)
Post a Comment