Όλοι έχουν φύγει απ΄ τη γιορτή.
Δεν έμεινε τίποτα, κανείς να μας ακούσει.
Υγρού εμετού και ιδρώτα μόνο η μυρωδιά
Νάυλον σκισμένα και χαρτιά
Η όψη στιλπνή της στάχτης στο πάτωμα υγρής.
Ότι που τα φώτα σβήσανε,
Δεν φεύγουμε κι εμείς, στην τσάντα ο πόνος;
Υαλοβάμβακες σκισμένοι,
Να φύγουμε, μην ακουστούμε άλλο.
Ήταν, το γνώριζες, μονονύκτιο το γιορτάσι.
Γιατί απλώνουμε τα χέρια
Αγγίζοντας σκοτάδι και κενό;
Ραγδαία θα χαράξει η αυγή,
Γυμνές θα μας πετύχει, στην τσάντα ο πόνος.
Αφημένες σε μια άχαρη σύγχυση,
Λαχανιασμένες μελωδίες λαϊκές.
Ίσως το φως να διηθίσει το γδικιό
Στεκάμενο σ’ ένα σπασμένο μπαγλαμά
Τριμμένο χρόνια εκατό, μα άβγαλτο.
Ραθυμία, και της μουσικής αντίποδας.
Ας πάμε αλλού, να μας χορέψουν άλλοι.
16/6/96
Στεκάμενο σ’ ένα σπασμένο μπαγλαμά
Τριμμένο χρόνια εκατό, μα άβγαλτο.
Ραθυμία, και της μουσικής αντίποδας.
Ας πάμε αλλού, να μας χορέψουν άλλοι.
16/6/96
No comments:
Post a Comment